Τετάρτη 26 Μαρτίου 2008

26 Μαρτίου 2004

Δεν θα γράψω για την 25η Μαρτίου, ούτε για υψηλά εθνικοπατριωτικά συναισθήματα και αξέχαστα ιστορικά γεγονότα. Παρέλαση έκανα τόσο με παραδοσιακές στολές στο δημοτικό, όσο και με μαθητική στολή σε γυμνάσιο και λύκειο, οπότε έχω χορτάσεις απο φανφάρες, εμβατήρια και σημαίες. Αγαπώ την Ελλάδα και τους κατοίκους της, αλλά παράλληλα αγαπώ και σέβομαι κάθε χώρα και λαό. Ξέρω την ιστορία μας, εκτιμώ και τιμώ αυτούς που πολέμησαν τότε για να είμαι εγώ ελεύθερη σήμερα, αλλά αρνούμαι να σκεφτώ φανατικά και ρατσιστικά. Οπότε οι πιστοί των τελετών και των ταρατατζούμ να προσέλθουν σε άλλο ιστολόγιο.


Θα μιλήσω για μια άλλη 26η Μαρτίου πριν απο 4 χρόνια, που άλλαξε τον μικρό μου κόσμο και τον στρογγυλό μου εαυτό. Θα μιλήσω για σένα, για το ταξίδι σου στον ουρανό, σαν ένα ασήμαντο μνημόσυνο και μια ελάχιστη απόδειξη για το ότι ακόμα σε αγαπώ, δεν σε ξεχνώ και ότι η πληγή ακόμα αιμορραγεί.
11:15 Έχεις παραισθήσεις και τινάζεσαι φοβισμένος, προσπαθείς να μας μιλήσεις αλλά η εξάντληση σε έχει καταβάλλει, μας κοιτάς αλαφιασμένος, επίμονα ψάχνεις τα μάτια μας, θες κάτι οπωσδήποτε να μας πεις.
12:05 Κρατάω τα χέρια σου και σε κοιτώ επίμονα στο πρόσωπο, κρέμομαι απο τα χείλη σου. Και τότε με κοιτάς, τα πράσινα μάτια σου έχουν θολώσει, σβήνουν, και μου ψιθυρίζεις την τελευταία σου λέξη: ''ματάκια μου''..
12:20 Πέφτεις σε κώμα. Αίμα αρχίζει να αναβλύζει απο τα χείλη σου και παίρνω τηλέφωνο πανικόβλητη την μαμά να μου πει τι θα κάνω, γιατί βλέπεις για βλακείες άλλων έπρεπε εκείνη την στιγμή να είναι μακριά.
00:30 Τα χέρια σου έχουν ήδη παγώσει και το ψύχος φτάνει στην καρδιά. Παίρνεις μια βαθιά ανάσα και την βγάζεις με έναν αναστεναγμό.
Και τότε έρχεται εκείνη η τρομαχτική στιγμή, η στιγμή που διαπιστώνω ότι δεν συνεχίζεις να αναπνέεις, που ψάχνω σαν τρελή τα χέρια σου, το στήθος σου και τον λαιμό σου να νιώσω τον αδύναμο χτύπο της καρδιάς, αλλά η παγωμένη σάρκα μένει άκαμπτη σαν ατσάλι. Είναι η στιγμή που διαπιστώνω τον θάνατο,ότι έφυγες για πάντα.
26 Μαρτίου 2004,για ένα ταξίδι χωρίς γυρισμό.
Δεν ξέρω αν υπάρχει μετά θάνατον ζωή, αν κάτι συνεχίζει να υπάρχει αφού η καρδιά πάψει να χτυπά. Αν όμως υπάρχει και άλλος κόσμος για αυτούς που έφυγαν, αν απο κάπου τώρα με βλέπεις, τότε εύχομαι να είσαι ευτυχισμένος, χωρίς πόνους και χωρίς αγωνία. Μαζί σου έφυγε και η μελισσούλα του τότε, δίνοντας την θέση της στην μελισσούλα του σήμερα, ένα έντομο σαφώς πιο δυνατό και συνειδητοποιημένο απο εκείνο που τρέκλιζε τότε αδύναμο και ζαλισμένο. Γίναμε μια γροθιά όσοι απο την μικρή μας οικογένεια απομείναμε πίσω και προχωρήσαμε μπροστά, παλεύοντας τον δρόμο μας στον ανθόκηπο της ζωής. Πιστεύω ότι αυτό ήταν το καλύτερο δώρο που μπορούσαμε να σου κάνουμε: να μην λυγίσουμε και να μην ηττηθούμε απο τις δύσκολες στιγμές και καταστάσεις που ακολούθησαν.
Για μένα ζεις πάντα μέσα στην καρδιά μου, μαζί προχωράμε, γελάμε, μοιραζόμαστε κάθε μας στιγμή. Κάποτε μου είπαν ότι χρειάζομαι χρόνο για να ξεπεράσω την απώλεια, αλλά κανείς δεν μου είπε το πόσο θα σε χρειαζόμουν όσο θα μεγάλωνα και θα έμπαινα για τα καλά στον άγριο κόσμο των ενηλίκων. Έχω πάντα το δικό σου παράδειγμα στο μυαλό μου: δεν άφησες την μάχη ούτε στιγμή, και ας ήξερες οτι θα πεθάνεις, ότι ο αγώνας είναι χαμένος και ότι ο δρόμος έχει τέλος. Εγώ θα παλέψω για να ορίσω τον δικό μου αβέβαιο δρόμο, πάντα με το κεφάλι ψηλά, πάντα όρθια, πάντα αντάξιά σου.

Δεν ξέρω αν υπάρχει μετα θάνατον ζωή, αλλά, αν υπάρχει, εύχομαι να είσαι ευτυχισμένος και να μην πονάς. Γιατί το αξίζεις. Γιατί για μια πονεμένη μελισσούλα εδώ κάτω στην γη, ήσουν ο καλύτερος πατέρας.

Τετάρτη 19 Μαρτίου 2008

Πεταμένα Βαζάκια

Χτες κατέβηκα στο Ειρηνοδικείο, ελπίζοντας ότι, παρά την αποχή του κλάδου μου, θα μπορούσα να τελειώσω μια δουλειά που ήθελα. Δεν τα κατάφερα τελικά και αποφάσισα να περάσω απο το Ταμείο Νομικών μπας και βρω κάποιον να συννενοηθώ για το μητρώο μου. Οι καλοί μας υπάλληλοι όμως είχαν απεργία και έτσι ξεκίνησα βαρύθυμη για το γραφείο. Και στην είσοδο του σταθμού του ηλεκτρικού στην Ομόνοια, απο την μεριά της οδού Αθηνάς, την είδα.

Ήταν μια ηλικιωμένη κυρία, με βρώμικα ρούχα και σκονισμένα, μπερδεμένα μαλλιά. Τα μάτια της κοιτούσαν κάτω θολά και απλανή, χαμένα σε αναμνήσεις ή σκέψεις ξεθωριασμένες. Το πρόσωπό της ήταν δυστυχισμένο, χαρακωμένο απο τον χρόνο και την ταλαιπωρία. Το χέρι της ήταν απλωμένο, κρατούσε ένα σπασμένο πλαστικό ποτήρι, φωλίτσα για τα λιγοστά κέρματα που της έριχναν οι περαστικοί,βοήθεια αμελητέα μπροστά στην εξαθλίωση. Μια ψυχή έρημη και αβοήθητη, στερημένη απο τη αγάπη και την θαλπωρή που δικαιούνται όλοι οι άνθρωποι, κάθε ηλικίας, χαμένη σε πίκρες και σε κούραση.

Θυμήθηκα μια άλλη σκηνή, πριν έξι και κάτι περίπου χρόνια, όταν ήμουν πρωτοετής. Έδινα μάθημα νωρίς το πρωί και είχα κατέβει χαράματα στο κέντρο και περπατούσα στην πολιτισμένη Σταδίου, απορροφώντας τις τόσο νέες για μένα εικόνες. Και τότε, δίπλα σε έναν κάδο απορριμάτων,ανάμεσα στις βρωμερές σακκούλες, είδα το κεφάλι μια ηλικιωμένης κυρίας να προβάλει. Όσο ζω δεν θα ξεχάσω ποτέ το σακατεμένο της πρόσωπο, το αλαφιασμένο της ύφος και τα διάπλατα ανοιγμένα μάτια που κοίταζαν απορημένα τος περαστικούς. Περαστικούς, που δεν έριχναν ούτε ένα βλέμμα σε εκείνο το σκελετωμένο κορμί που ήταν ντυμένο μόνο με ένα κουρελιασμένο, λουλουδάτο φόρεμα, ίσως γιατί σε αυτή την πόλη όλοι έχουν συνηθίσει τόσο την δυστυχία, που πια δεν τους κάνει εντύπωση.



Τους ανθρώπους τους κλείνουμε στην καρδιά μας με πολλούς τρόπους:τους αγαπάμε, τους συμπαθούμε, ενίοτε τους μισούμε, τους θέλουμε για φίλους, γνωστούς, εραστές, συνεργάτες και πολλά άλλα. Τα ανθρώπινα αισθήματα μου θυμίζουν το ουράνιο τόξο:έχουν κάθε χρώμα σε όλες τις αποχρώσεις.

Η μελισσούλα θέλει να κάνει την ζωή όσων αγαπά, αλλά και όσων συμπαθεί και εκτιμά, πολύχρωμη και χαρούμενη, θέλει να τους χαρίσει ουρανούς με ήλιο, λουλούδια, θάλασσες καλοταξίδευτες. Ξεκινάει λοιπόν και φτιάχνει βαζάκια και βάζει όλη της την τέχνη ώστε το μέλι που θα κλείσει μέσα τους να γίνει το καλύτερο. Ποτέ ένα βαζάκι δεν είναι το ίδιο με το προηγούμενο:άλλοτε θα βάλει θυμάρι στο μέλι, άλλοτε θα πάρει γύρη απο πορτοκαλιές, απο πεύκα, η γεύση θα αλλάζει γιατί κάθε άνθρωπος και κάθε στιγμή είναι μοναδικά. Και θα πάει το μελισσάκι μετά όλο χαρά να χαρίσει το βαζάκι, να γλυκάνει τις καρδιές . Υπάρχουν όμως φορές που οι παραλήπτες δεν δέχονται το βαζάκι και, χωρίς να το αντιπαθούν ή να το περιφρονούν, απλά απομακρύνουν το μελισσάκι, ίσως γιατί το παρεξηγούν ή ακόμα και γιατί δεν θέλουν στην ζωή τους ένα έντομο.
Και το εντομάκι στεναχωριέται πολύ που το απορρίπτουν, γιατί στο κάτω κάτω της γραφής δεν θέλει να γίνεται βάρος σε κανέναν, ούτε ζητά ανταπόδοση. Και πετά το βαζάκι σε μια άκρη, άχρηστο πια, και συνεχίζει. Με τον καιρό όμως τα πεταμένα βαζάκια πληθαίνουν, σχηματίζουν ένα μικρό βουνό στην βάση του λουλουδιού,το μέλι μέσα τους πικρίζει και γίνονται αβάσταχτο βάρος στην καρδιά και το απογοητεύουν σε σημείο να σκέφτεται να σταματήσει την παραγωγή μελιού.

Χέρια απλωμένα, που ζητούν ή προσφέρουν, με ελπίδα ή χαρά, αλλά κανείς δεν τους δίνει σημασία, όλοι τα προσπερνούν χωρίς να ρίχνουν μια δεύτερη ματιά. Βαζάκια που ζητούν να γεμίσουν ή να δοθούν, αλλά καταλήγουν πεταμένα σε μια άκρη.

Τρίτη 18 Μαρτίου 2008

Σελιδα απο βιβλιο

Η Άννα με κάλεσε να πάρω μέρος σε ένα παιχνίδι και να γράψω τις 5 πρώτες προτάσεις από την σελίδα 123 του βιβλίου που έχω δίπλα μου. Και επειδή δεν μπορώ να αρνηθώ σε μια φίλη μια ευγενική πρόσκληση, πόσο μάλλον όταν είναι για παιχνίδι, αρχίζουμε

Το βιβλίο που έχω δίπλα μου είναι το Δίκαιο των Αλλοδαπών Εμ.. στην σελίδα 123 αναφέρει τις προϋποθέσεις για να πάρουν visa τα μέλη των ναυτιλιακών εταιριών. Βαρετό δεν νομίζετε?

Ψάχνω πάλι Πιάνω το βιβλίο των γερμανικών από την τσάντα μου. Για το πτυχίο θα εξεταστουμε σε δυο λογοτεχνικά βιβλία Γερμανών συγγραφέων και μπροστά μου κρατώ το ενα απο αυτά Λέγεται Ein Julitag, ΄Μια μέρα του Ιουλίου΄, και περιγράφει τον έρωτα δυο νέων που συντριφτηκε από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και τον μεταπολεμικό χωρισμό της Γερμανίας
Πάω στην 123 και κάνω μετάφραση:

΄΄Ξαφνικά είναι εκεί, ήρθαν απο ένα διπλανό δρόμο ,η απο κάπου εκεί γύρω, ένας λόχος απο αστυνομικούς με χρυσαφένια κράνη
-Η Πολιτική Αστυνομία !φώναξε ο Αλεξ Σμιρνοφ.
Στην θέα τους οι άνθρωποι άρχισαν να υποχωρούν, να αποτραβιούνται και η μάζα πίσω τους να σπρώχνει προς τα μπροστά, προς τα αλόγα, πάνω στα οποία ο αστυνομικοί χτυπούσαν (το πλήθος). Πανικός επικράτησε, άνθρωποι έπεφταν, κειτόταν στον δρόμο, σακατεμενοι, οι άλλοι περνούσαν απο πάνω τους, τους ποδοπατουσαν. Ο Αλεξ Σμιρνοφ τράβηξε τον Κριστιαν απο τον χέρι και με μερικές δρασκελιές, λίγο πριν απο μια ομάδα έφιππων αστυνομικών, έφτασαν στην μικρή καφετέρια, πίεσαν την πόρτα, ήταν ανοιχτή....''

Το απόσπασμα περιγράφει μια εξέγερση στο Παρίσι στο όποιο είχαν διαφύγει οι δυο νέοι, ο Κριστιαν και η Καρολινε, όταν ανέβηκε ο Χίτλερ στην εξουσία, λόγω του κίνδυνου που διέτρεχε ο Κριστιαν ως κομμουνιστής
Υπέροχο βιβλίο και μακάρι μια μέρα να μεταφραστεί στα ελληνικά για να μπορέσετε να το διαβάσετε όσοι δεν ξέρετε την γλώσσα Οι υπόλοιποι μπορείτε να το βρειτε στα βιβλιοπωλεία που έχουν ξενόγλωσσα βιβλία.

Κυριακή 16 Μαρτίου 2008

Veni, vidi και αστα να πάνε

Αγαπητοί μου συμblogίτες,
σας μιλάει μια μέλισσα που έχει βγει απο την γουνίτσα της κυριολεκτικά (λόγω ζέστης) και μεταφορικά ένεκα της μεγάλης της απουσίας απο το κυψελάκι της, η οποία δεν ήταν ηθελημένη και η οποία της προξένησε μεγάλη αναστάτωση, που είχε (η αναστάτωση ντε) σαν αποτέλεσμα την σύγκληση του Ανώτατου Συμβουλίου των Μελισσών για να αποκατασταθεί η τάξη.
Για αρχή να διευκρινίσω κάτι: δεν μου αρέσουν οι αλλαγές. Είμαι ζουζούνιον που, άπαξ και συνηθίσει κάτι, αυτομάτως το κάνει βίωμα του και το συνδέει άρρηκτα με την καθημερινότητά του. Με απλά ζουζουνίσματα: κάθε αλλαγή με αναστατώνει, με μπερδεύει και ναι μεν προσαρμόζομαι σε σύντομο χρόνο, αλλά η κάθε προσαρμογή μου κοστίζει λιπποκύτταρα, εγκεφαλικά κύτταρα και διάθεση.
Πριν δυο εβδομάδες λοιπόν ήρθε μια καινούρια κοπέλα στην δουλειά. Πολύ συμπαθητική και άνθρωπος ανοιχτόκαρδος και με διάθεση για μάθηση και συνεργασία. Όλα καλά, αλλά επειδή ο υπολογιστής της δεν είναι έτοιμος, κάθισε στον δικό μου και εγώ μετακινήθηκα προσωρινά στον υπολογιστή του αφεντικού μου. Καταλαβαίνετε λοιπόν ότι δεν μπορώ να μπαίνω στον Blogger απο το δικό του μηχάνημα γιατί, όχι τίποτε άλλο, αλλά αν κολλήσει κανέναν ιό ποιος με σώνει. Υπολογιστή στο κυψελάκι μου δεν έχω ακόμη, είχα και ένα σωρό διάβασμα για τα Γερμανικά που δεν μου άφηνε και πολύ χρόνο να πάω σε νετ καφέ, οπότε ερήμωσε το τσαρδί μου.
Το Ανώτατο Συμβούλιο Μελισσών αποφάσισε ότι η ερήμωση της κυψέλης είναι επικίνδυνη για την ψυχική ηρεμία των μελισσών (γιατί στεναχωριέται μία, στενοχωριούνται όλες-έχουμε τρομερή αλληλεγγύη). Και για να μην βγάλουμε κεντρί και όποιον πάρει ο Χάρος (δηλαδή όλο το υπόλοιπο ζωικό βασίλειο, το δίποδο το τετράποδο και εν γένει κάθε πολύποδο), αποφασίστηκε να αναπροσαρμοστούμε μέχρι να φτιαχτεί το νέο μηχάνημα, για να βρούμε τον απαιτούμενο χρόνο να προωθήσουμε την μελοπαραγωγή.

Κατά τα άλλα, το τριήμερο της Καθαράς Δευτέρας το πέρασα με τον Σερ Πασχαλίτσο, μοιράζοντας τον χρόνο μας ανάμεσα στο μαγαζί του και το κυψελάκι μας και ακούγοντας τα βράδια ωραίο μπουζούκι απο έναν πελάτη του που ήξερε όλα τα παλιά ρεμπέτικα, τραγουδώντας όσα ξέραμε και τρώγοντας του σκασμού. Και το Μαρκελάκι μες την τρέλα και την χαρά, να γαβγίζει ενθουσιασμένο και να κουνά αδιάκοπα το γαλάζιο κουδουνάκι που του πήρα δώρο απο τον κτηνίατρο.
Καλή Σαρακοστή σε όλους και του χρόνου να είμαστε όλοι καλά!!