Πέμπτη 28 Φεβρουαρίου 2008

Τσικνίζω, τσικνίζεις...

Τσικνοπέμπτη σήμερα, μέρα ψητών και εν γένει λιχουδιών, μέρα ανεβασμένης διάθεσης , μια καλή ευκαιρία για καλοπροαίρετα πειράγματα. Με άλλα λόγια: μια μέρα που συγκεντρώνει όλες τις προϋποθέσεις για ένα γερό φαγοπότι και διασκέδαση μέχρι πρωίας!
Τα μελισσάκια έχουν μεθύσει απο τις θεσπέσιες μυρωδιές των καλομαγειρεμένων φαγητών και γουργουρίζουν ευτυχισμένα. Σκοπεύουν να αράξουν στην ταβέρνα ''Το Ζωηρό Λιποκύτταρο'' και να χορέψουν μέχρι τελικής πτώσεως (επιτρέψτε μου να κρατήσω μυστική την τοποθεσία αυτής της ταβέρνας για λόγους ασφάλειας,είναι πολλοί αυτοί που μας επιβουλεύονται).

Όσο για μένα, δυστυχώς θα περάσω μόνη μου το βράδυ. Ο Σερ Πασχαλίτσος δουλεύει ως αργά, οι φίλοι μου έχουν κανονίσει, οι δικοί μου είναι μακριά, οπότε θα αράξω στο κυψελάκι μου αγκαλιά με το σκυλί μου και με ότι έχω όρεξη να μαγειρέψω. Όπως σωστά καταλάβατε, πάλι θα το ρίξω έξω και θα ξεδώσω!

Πάντως ένα έχω πω:ευτυχώς που υπάρχουν τα παιδιά και μας θυμίζουν τις Αποκριές, γιατί όσοι έχουμε μεγαλώσει και μπει για τα καλά στον επαγγελματικό τομέα έχουμε ψιλό ξεχάσει τα μασκαρέματα και τις πλάκες. Πού να σκάσεις μύτη στο δικηγορικό γραφείο με μάσκα αρλεκίνου?

Και για να κλείσει το αποκριάτικο ποστ, θα παραθέσω έναν διάλογο που κάναμε με τον Christian, τον καθηγητή μου στο διάλειμμα στο μάθημα γερμανικών προχθές. Θα τον γράψω πρώτα στα γερμανικά και μετά ακολουθεί μετάφραση, που θα δείξει πόσο διαφέρει η κουλτούρα μεταξύ των λαών:

''-Christian, was ist die deutsche Wort fur Τσικνοπέμπτη?'',ρωτάει η Τίνα.
''-Ich glaube, Die Zweite Tag von Carnaval'', της απαντάει.
Ψάχνουμε τα ξεφτέρια ένα λεξικό (θέλαμε να το παίξουμε φωστήρες) και του λέμε:
''- Christian, wir haben gefunden dass Τσικνοπέμπτη Die Tag mit der Geruch Von Angebrannte heiβt''!!!!!!
''-Was???'', έμεινε εμβρόντητος ο κακόμοιρος ο καθηγητής.
Στα ελληνικά:
-Christian, ποια είναι η γερμανική λέξη για την Τσικνοπέμπτη?
- Νομίζω (ότι είναι) Η Δεύτερη Μέρα του Καρναβαλιού.
-Christian, βρήκαμε ότι Τσικνοπέμπτη είναι Η Μέρα με την Μυρωδιά των Καμμένων!!
-Ορίστε???
Βλέπετε, για πολλές λέξεις δεν υπάρχει ακριβής μετάφραση και, αν το πεις στον άλλον καταλέξη στην γλώσσα του, άλλα θα καταλάβει.
Και στην γλώσσα του Christian καμένος (angebrannt) είναι για ανθρώπους και ζώα που κάηκαν ζωντανοί και επειδή οι Αποκριές δεν είναι κοντά στα γερμανικά έθιμα, δεν έχουν ανάλογη λέξη για την Τσικνοπέμπτη!

Τρίτη 26 Φεβρουαρίου 2008

Παιχνίδι Ποιημάτων

Η Mariel με προσκάλεσε να αναρτήσω ένα ποίημα αισιόδοξο, φωτεινό ,γεμάτο απο την μελωδία της ζωής. Ομολογώ ότι δυσκολεύτηκα λίγο, γιατί με την ποίηση είμαστε λίγο τσακωμένοι (δεν πρόσεχα και πολύ στο σχολείο στο μάθημα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας) και τα ποιήματα που ξέρω είναι πολεμικά (Αναγνωστάκης, Σαχτούρης) ή μελαγχολικά, άρα ακατάλληλα.

Τελικά κατέληξα σε ένα που μου φαίνεται κάπως κατάλληλο. Μου το τραγουδούσε η μητέρα μου όταν πηγαίναμε βολτούλες με το αμάξι στα νοτισμένα, φθινοπωρινά χωράφια της πόλης μου και στην ακτή της παραλίας, δίπλα σε μια θάλασσα σμαραγδένια κάτω απο έναν βαρύ ουρανό και για μένα είναι ένα απο τα ποιήματα που με γεμίζουν τρυφερή νοσταλγία, συγκίνηση και κάνουν τις βροχερές μέρες μου στην Αθήνα πιο ελαφρές. Και να φανταστείτε ότι τότε την πείραζα για το ποίημα, καμιά φορά δεν την άκουγα κιόλας, αλλά που να φανταστώ ότι κάποτε θα ήθελα να μου το τραγουδήσει αλλά θα ήταν μακριά...


Πέφτει βροχή
Στίχοι: Νίκος ΓκάτσοςΜουσική: Γιώργος ΧατζηνάσιοςΠρώτη εκτέλεση: Νανά Μούσχουρη
''Πέφτει βροχή
Στο πρόσωπό μου πέφτει
Πέφτει βροχή
Στου κόσμου τον καθρέφτη
Πέφτει βροχή
Σ'ανατολή και δύση
Κι ο ήλιος έχει σβήσει
Έβγα στο σκοτάδι και περπάτα
Κι ας μην θέλουν οι Θεοί
Έχεις ήλιο τα ζεστά σου νιάτα
Έχεις ήλιο την ζωή
Πέφτει βροχή
Ο ουρανός μολύβι
Πέφτει βροχή κι η νύχτα κάτι κρύβει
Πέφτει βροχή
Την ώρα που σου γράφω
Πέφτει βροχή
Και στου Χριστού τον Τάφο...''


Με την σειρά μου προσκαλώ τον Poet1, την Άννα, τον Γιώργο_Κ και τον Θρασύβουλο. Οι κανόνες, όπως αναφέρει και η Mariel, είναι : 1) Διαλέγουμε ένα ποίημα το οποίο μας προξενεί ευχάριστα συναισθήματα και δεν είναι επιπέδου δαπέδου 2) καλούμε άλλα 4 άτομα να κάνουν το ίδιο..

Παρασκευή 22 Φεβρουαρίου 2008

Ταξίδι στον Χρόνο-Γ' Μέρος

Πάνω απο τα βουνά η ανατολή άπλωνε τα αιματοβαμμένα μαλλιά της. Το κρύο ήταν δριμύ.

Ο Αρχάγγελος ατένισε το δάσος, απο εκεί ψηλά που στεκόταν θόλωνε απο την ομίχλη και την υγρασία. Στην πλάτη του, κρυμμένο σε μια υφασμάτινη θήκη κρεμασμένη ανάμεσα στα φτερά του, ο μικρός δαίμονας κοιμόταν ακόμη, έπλεε ασφαλής σε θάλασσες των ονείρων που ο άγγελος δεν μπορούσε να νιώσει την δροσιά τους.

Μπορούσε όμως να νιώσει για πρώτη φορά στην αιωνιότητά του τα απαίσια αισθήματα της απελπισίας, της αμφιβολίας και της αβεβαιότητας.

Το Πλασματάκι ήταν υπο την προστασία του τώρα, αλλά είχε πράξει σωστά? Είχε φανεί αδύναμος χωρίς καν να είναι σίγουρος ότι ήθελε κάτι τέτοιο. Ο Θεός του είχε εμπιστευτεί μια αποστολή και αυτός είχε αφήσει την καρδιά του να τον προδώσει και να αφήσει το έργο του ημιτελές. Μια εβδομάδα τώρα περιπλανιόταν στις ερημιές, κρύβοντας το κοιμισμένο μικρούλι απο τον κόσμο, και προσπαθούσε να επικοινωνήσει με τον Θεό, να του ομολογήσει την ενοχή την ανάμικτη με την περίεργη αυτή φλόγα που δεν έσβηνε, όσο και αν προσπαθούσε, να τον ρωτήσει ποιες θα ήταν οι συνέπειες. Ο Θεός όμως έμενε σιωπηλός, πεισματικά απών, οι βουλές του έμεναν κρυμμένες και αυτό τρέλαινε τον άγγελο, γιατί με ένα νεύμα Του το μικρούλι θα έμενε νεκρό, δεν θα μπορούσε να το προστατεύσει απο την οργή Του και αυτός θα φυλακίζονταν για πάντα στο σκοτάδι, σκλάβος ελεεινών πλασμάτων. Περιπλανιόταν λοιπόν μπερδεμένος, διχασμένος ανάμεσα στην επιθυμία, το πρέπει της σφαγής, το καθήκον του ως στρατιώτη και την τρυφερότητα που είχε νιώσει όταν διάβασε την μικρή καρδιά.

Το πρωί που το μικρούλι άνοιξε τα μάτια και γουργούρισε νυσταγμένο, αγκαλιάζοντας με αγάπη και εμπιστοσύνη τον λαιμό του, η καρδιά του πανώριου πλάσματος τρεμούλιασε, έγινε καυτό μέταλλο που παλλόταν απο συγκίνηση και τότε αποφάσισε να δώσει ζωή σε αυτό το σκελετωμένο μικρό ον, έστω και αν αυτό στοίχιζε την αιώνια καταδίκη του. Δεν μπορούσε να το εγκαταλείψει, δεν ήθελε να το καταδικάσει σε θάνατο. Βρήκε μια σπηλιά και την διαμόρφωσε ώστε να γίνει ένα άνετο, πρόχειρο σπίτι και εκεί έκρυψε τον μικρό. Χαμογέλασε προς τον ουρανό: πλέον ήταν απόλυτα σίγουρος τι ήθελε και θα το έκανε με θάρρος.

Τις ημέρες που κύλησαν, ο άγγελος περιποιήθηκε τα τραύματα του παιδικού σώματος και φρόντισε να γεμίσει η κοιλίτσα του με λιχουδιές. Όταν ο δαίμονας δυνάμωσε αρκετά, τον έλουσε και γυάλισε τα φτερά του και πέρασε στα χέρια του πολύχρωμα , μεταλλικά βραχιόλια, που ήξερε ότι αρέσανε τόσο σε αυτά τα πλάσματα. Το μικρούλι τον κοίταζε στα μάτια με σιωπηλή λατρεία, για αυτό κάθε χάδι ήταν δώρο και θαύμα μαζί, που το έκανε ευτυχισμένο όσο ποτέ. Κάθε φορά που ο Αρχάγγελος έφευγε, έτρεμε μην τον αιχμαλωτίσουν και τον πονέσουν, γιατί ήξερε ότι η σωτηρία του ήταν προδοσία στον ουρανό και κάθε πλάσμα του φωτός θα στρεφόταν εναντίον του, αν αυτό μαθαίνονταν. Ήθελε να του μιλήσει, αλλά δίσταζε, η φωνή πνιγόταν στον λαιμό του, γιατί ο αγαπημένος του φίλος δεν μίλαγε, έμενε κλεισμένος στην σιωπή. Ήξερε τι ήθελε, το διάβαζε στα μάτια του, αλλά ήθελε να ακούσει την φωνή του, να την κλείσει μέσα του σαν πολύτιμο θησαυρό, να μάθει το όνομά του, τις σκέψεις του, τους φόβους και τα όνειρά του.
Ο Άγγελος του έμαθε να χειρίζεται το σπαθί και τα μαχαίρια, να διαβάζει και να γράφει, του σχεδίασε χάρτες του κόσμου και εικόνες όλων των πλασμάτων. Κάθε βράδυ ο μικρός δαίμονας ζάρωνε στα φτερά του και αποκοιμιόταν στον ρυθμό της λατρεμένης του ανάσας και κάθε πρωί ξυπνούσε και τον έκανε να γελά με τα καμώματά του: για το φτερωτό πλάσμα ο μικρός ήταν κάτι νέο και περίεργο, κάτι που δεν είχε ξανα αντιμετωπίσει, ένα μικρό παιδί, που μαζί του μάθαινε πάλι την αθωότητα και την φωτεινή, ήσυχη πλευρά της αιωνιότητας, που δεν είχε ακόμα μολυνθεί απο το αίμα και το μίσος. Αυτή όμως η αθωότητα τον έκανε να διστάζει και να μην του αποκαλύπτεται, γιατί φοβόταν μην την καταστρέψει και φέρει το μικρούλι του σε μια πραγματικότητα πιο άγρια απο αυτή που μπορούσε να αντέξει.

Ένα πρωί όμως, μια χαραυγή αρκετό καιρό μετά, ένας μαυροφορεμένος άντρας στάθηκε μπροστά στην σπηλιά, με το χλωμό, αρρωστιάρικο πρόσωπό του να χαμογελά χαιρέκακα και τα κοκαλιάρικα χέρια του να είναι δεμένα μπροστά. Στα πόδια του σωριάστηκαν αλυσίδες πλεγμένες με κοφτερά αγκάθια που σφύριζαν ανυπόμονα.

Ο Αρχάγγελος αγρίεψε και έκρυψε τον φοβισμένο μικρό στα βάθη της σπηλιάς, γιατί αυτό το όρθιο λείψανο ήταν ένας Νεκραφέντης, ένα πλάσμα γλοιώδες και ποταπό, υπεύθυνο για την φύλαξη των νεκροταφείων αλλά και επιφορτισμένος με τα βασανιστήρια και τον εγκλεισμό των αποστατών Αρχαγγέλων. Βγήκε απο την σπηλιά βλοσυρός και στάθηκε άφοβα μπροστά του, κοιτώντας με περιφρόνηση. Ο μικρός σύρθηκε κρυφά στην είσοδο, με την καρδιά στο στόμα, παρακολουθώντας ανήμπορος την σκηνή και παρακαλώντας απελπισμένος τον Θεό του αγαπημένου του να μην αφήσει να του συμβεί τίποτα κακό.
-Επιτέλους σε βρήκα, Αραχήλ, γέλασε βραχνά ο Νεκραφέντης. Ψάχνω εσένα και το μπάσταρδο που έσωσες αρκετό καιρό. Σας βρήκα και τώρα θα έρθετε μαζί μου.
Η ανάσα του δαίμονα κόπηκε στο άκουσμα του ονόματός του.
Ο άγγελος δεν μίλησε, παρα έβγαλε το σπαθί του με τρομερό θυμό.
-Ώστε σκοπεύεις να αντισταθείς?, γρύλισε ο εχθρός. Το ξέρεις ότι είναι μάταιο. Θα σε δέσω όσο πιο σφιχτά μπορώ και θα σε κλειδώσω στο πιο σκοτεινό κελί που έχω, το έχω διαμορφώσει ειδικά για σένα. Και εκεί θα σε κρατήσω αιχμάλωτό μου για πάντα, γιατί, αν δεν το ξέρεις...
Ξεκαρδίστηκε στα γέλια, πριν συνεχίσει:
-Εγώ θα είμαι ο κύριός σου απο εδώ και πέρα! Και θα φροντίσω να τιθασευτείς και να με υπακούσεις.
Ο άγγελος έσφιξε πληγωμένος το σπαθ. Ο μικρός έβγαλε μια κραυγή αγωνίας, προδίδοντας την θέση του.
-Όσο για σένα, είπε ο νεκρός,κοιτάζοντάς το με μίσος, θα πεθάνεις με φριχτά βασανιστήρια, ενώ ο φίλος σου ο προδότης θα κοιτά απο το κελί του και θα κλαίει.
-Θα σου διαλύσω την ψυχή και θα την στείλω να θρηνεί σακατεμένη στα νεκροταφεία σου, ψιθύρισε λυσσασμένος ο Αραχήλ, αν τολμήσεις να απλώσεις τα χέρια σου πάνω του.
Η φωνή του...Σαν μελωδικό θρόισμα του θαλασσινού αέρα στα φυλλώματα των δέντρων, σαν ήχος καμπάνας που γεμίζει την καρδιά. Ο μικρός αφέθηκε στο απαλό της κύμα, πριν οι αλυσίδες τιναχτούν αιμοβόρες εναντίον του αγγέλου.
Ο Νεκραφέντης έγινε πελώριο φίδι,που επιτέθηκε μαζί με τα μέταλλα στο φτερωτό πολεμιστή. Το σπαθί τραγούδησε στα χέρια του, πληγώνοντας και σπάζοντας. Τα αγκάθια έσκισαν τα φτερά, μάτωσαν το λευκό κορμί, οι δαγκάνες έκλεισαν γύρω απο τους αστραγάλους του και πάλευαν να ακινητοποιήσουν τα χέρια που τις κατέστρεφαν. Το φίδι έψαχνε για τον λαιμό του, τυφλωμένο απο τα αλύπητα χτυπήματα. Ο δαίμονας κίνησε να τον βοηθήσει, αλλά η φωνή του φίλου του ακούστηκε ξανα, προστακτική:
-Μείνε πίσω! Κρύψου!
Υποχώρησε κλαίγοντας, φωνάζοντας για βοήθεια, μην αντέχοντας να τον βλέπει να ματώνει. Η μάχη έκανε το έδαφος να τρέμει και τον αέρα να σπάσει. Τα δυο πλάσματα μάχονταν με απύθμενο μίσος, ανυποχώρητα.
Ο Νεκραφέντης όμως είχε την αύρα του θανάτου και την οργή όλου του ουρανού, που αποδυνάμωναν τον άγγελο. Οι αλυσίδες δέθηκαν γύρω απο τους καρπούς του και τα φτερά του, τον γονάτισαν, έριξαν το όπλο μακριά. Και το φίδι άρπαξε τον λαιμό του και έχυσε το δηλητήριο στο κορμί του.
Το ουρλιαχτό απέραντου τρόμου του μικρού αντιλάλησε ως τα πέρατα της γης. Κατέρρευσε τρελαμένο, όταν είδε τον φίλο του να πνίγεται κάτω απο την πίεση των δοντιών. Ούρλιαξε το όνομά του τραβώντας τα μαλλιά του.
Το φίδι τον άφησε και οι αλυσίδες μπήκαν ανενόχλητες στην σάρκα του, ακινητοποιώντας τον ολοκληρωτικά. Ο άγγελος έκλεισε τα μάτια λαχανιασμένος, δακρυσμένος. Όταν τα άνοιξε, γύρισε στο μικρούλι και του χαμογέλασε με αγάπη, διατάζοντάς το να τρέξει μακριά και να μην μένει εκεί, κοκαλωμένο.
Το φίδι κινήθηκε εναντίον του δαίμονα, που σηκώθηκε εξαγριωμένος, έτοιμος να το αντιμετωπίσει και να ελευθερώσει αυτόν που αγαπούσε.
Και τότε ο Αραχήλ φώναξε , έντρομος στην προοπτική του θανάτου του μικρού και το κορμί του έγινε φωτιά, φλόγες πύρινες σαν το αίμα που έτρεχε απο τις πληγές του. Οι αλυσίδες τσίριξαν και το φίδι πήρε την μορφή του Νεκραφέντη, έκπληκτου μπροστά σε κάτι που δεν περίμενε. Η φωτιά θέριεψε απότομα, τους τύλιξε και του δύο, άρχισε να καταστρέφει τα σώματά τους.
Το μικρούλι προσπαθούσε να πλησιάσει την πύρινη σφαίρα, αλλά δεν μπορούσε. Είδε το πρόσωπο του Αραχήλ να μέσα απο το φλεγόμενο τοίχος να το κοιτά, ανακουφισμένος που πια ήταν ασφαλές, άκουσε τα ουρλιαχτά φριχτού πόνου του εχθρού.

Και τότε, Αρχάγγελος και Νεκραφέντης εξαφανίστηκαν, αφήνοντας μόνο στάχτη πάνω στο χώμα.

Για τρεις ημέρες ο δαίμονας κάθισε σε εκείνο το σημείο, κλαίγοντας και ουρλιάζοντας. Το ξημέρωμα της τέταρτης μέρας τον βρήκε εξαντλημένο και παγωμένο. Ηξερε ότι ο Αραχήλ δεν θα ξανα γυρνούσε: τώρα θα ήταν σκλάβος εκείνου του νεκρού, θα υπέφερε σε κάποιο υπόγειο μαυσωλείο. Κατέστρεψε το σώμα του για να μπορέσει να τραβήξει τον εχθρό μακριά, στα αρχέγονο σκοτάδι που πάνε οι ασώματες ψυχές πριν κριθούν, και έτσι να το σώσει.
Σηκώθηκε και ατένισε με θολά μάτια το πρωινό που ερχόταν. Στο χέρι του έσφιγγε έναν μικρό ασημένιο σταυρό, ένα απο τα δώρα του αγαπημένου του φίλου. Η καρδιά του ατσαλώθηκε και γέμισε δύναμη, μίσος και αποφασιστικότητα Δεν ήταν πια ο αδύναμος, τρομαγμένος μικρός: ήταν ένα άγριο πλάσμα, άφοβο και με πλήρη επίγνωση του εαυτού του.

-Θα σε βρω, ψιθύρισε στο παγωμένο χάραμα. Όσους αιώνες και να μου πάρει, θα σε βρω και θα σε ελευθερώσω. Σ' αγαπώ....

Και ξεκίνησε. Σε λίγο τα δέντρα τον έκρυψαν στην δροσερή σκιά τους.

Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου 2008

Hagar the Horrible

Και για να μην με πάρει απο κάτω-είναι κρίμα με τέτοια ωραία μέρα και με την παραγωγή μελιού να πάει καλά-θα αναρτήσω δυοπεριπέτειες του αγαπημένου μου ήρωα κόμικς, του φοβερού και τρομερού, αλλά πάντα αγαθού, Hagar.
Καλημέρα σε όλους λοιπόν!!!!





Το ράγισμα

Επιτέλους η μελισσούλα κατάφερε να βρει λίγο χρόνο να ξεκουραστεί σε μια κερύθρα και να ατενίσει την μελοπαραγωγή της. Το μηχάνημα παραγωγής κόλλησε απο το χιόνι (μαζι με το μυαλό μου παρέα) αλλά τίποτα δεν μπόρεσε να σταματήσει τα ηρωικά μελισσάκια, που λουφάραν παραπάνω απο όσο έπρεπε όλο το προηγούμενο Σαββατοκύριακο και ανυπομονούν να τελειώσει αυτή η εβδομάδα για να ξανα σαπίσουν ανενόχλητα στα ζεστά πέταλα των λουλουδιών.

Χτες το βράδυ ο τοίχος, που είχε υψωθεί για να κρύψει αυτά που πονούν, ράγισε. Μια τόσο δα σχισμή ήταν, σαν κλωστή, σαν χνούδι σε λεία επιφάνεια, αποτέλεσμα ενός καλοσυνδυασμένου χτυπήματος απο το άγχος και την πίεση.Αλλά αρκούσε: για μια ψυχρή ομίχλη που θόλωνε τα βουνά μια βροχερή μέρα πολλά χιλιόμετρα απο εδώ να αγκαλιάσει και το χτεσινό δειλινό, μακρινά γέλια και απόηχοι φωνών που έχουν σβήσει να ακουστούν αχνά μέσα στην οχλαβοή του παρόντος, μορφές να γλιστρύσουν στην καρδιά και στα μάτια, βιαστικές και άπιαστες, οπτασίες του ονείρου. Ένα τόσο δα ράγισμα, ένα παράπονο που ψάχνει κάπου να κρυφτεί, να ανακουφιστεί, ψάχνει ένα γιατί χωρίς να μπορεί να το βρεί.

Πόσοι γύρω μας έχουν άραγε υψώσει προστατευτικούς τοίχους? Οι πιο πολλοί απο όσους μας προσπερνούν στον δρόμο έχουν κλειδώσει τις καρδιές τους και φοβούνται ακριβώς ένα τέτοιο ράγισμα, που θα αποκαλύψει την αδυναμία τους, θα τους κάνει ευάλωτους σαν μικρά παιδιά, έρμαιο στις θύελλες της καθημερινότητας. Κλεινόμαστε στον εαυτό μας, κρυβόμαστε και επιτεθόμαστε σε όποιον πάει να ρίξει μια κλεφτή ματιά που θα αποκαλύψει αυτά που προσπαθούμε με πείσμα να κρατήσουμε στο σκοτάδι. Δεν μιλάμε, γιατί, αν βάλεις φωνή σε κάτι, είναι σαν να παραδέχεσαι την ύπαρξή του και την ανάγκη σου για κάποιον που θα σε ακούσει και θα θες να σε καταλάβει. Όχι, προχωράμε περήφανοι μες στην ψευδαίσθηση της δύναμής μας, καταπιανόμαστε με άλλα θέματα, αφοσιωνόμαστε με πάθος σε δουλειά, φίλους, ότι έξυπηρετεί την λησμονιά. Αλλά το παράπονο είναι εκεί, πεισμώνει και δεν φεύγει, περιμένει υπομονετικά την ευκαιρία που θα σου θυμίσει την ύπαρξή του και θα σε τσακίσει.

Κλειδωμένες καρδιές σε έναν κλειδωμένο κόσμο, που φοβούνται την ανθρώπινη επαφή. Ένα ράγισμα στο ασφαλές καβούκι τους που θυμίζει ότι δεν είμαστε απο πάγο και πέτρα, είμαστε άνθρωποι ζεστοί και μεταβαλόμενοι σαν καυτό μέταλλο, που ψάχνουμε το καλούπι της ευτυχίας για να πάρουμε την μορφή της.

Πέμπτη 14 Φεβρουαρίου 2008

Beee My Valentine!


Χρόνια Πολλά σε όλους τους ερωτευμένους!!!!!
Όπως είπε σωστά ένας κύριος στο ραδιόφωνο, οι ερωτευμένοι κάθε μέρα γιορτάζουν και χαίρονται αλλά, όπως και με την γιορτή της μητέρας, του περιβάλλοντος κτλ, υπάρχει μια πιο ξεχωριστή μέρα στην οποία δικαιολογούνται απόλυτα τα παραλυρήματα, οι καρδούλες στα μάτια και γενικά κάθε λογής ζουζούνισμα.
Και φυσικά γιορτάζω και πετάω ανάλαφρο ανάλαφρο στον ουρανό (που και που στουκάρω και σε κανα σύννεφο). Να φανταστείτε ότι πρώτα φορά ο Σερ Πασχαλίτσος θυμήθηκε να πει τα χρόνια πολλά (λες για αυτό να έγινε ο σεισμός?)!!!
Το πρωί βέβαια τα χρειάστηκα γιατί ξύπνησα έξι το πρωί, δεν ήταν στο κυψελάκι, και μετά απο λίγο με πήρε και η αδερφή του απο το μαγαζί και είπε ότι ούτε εκεί ήταν και ότι είχε ξεχάσει εκεί την κινητή του κεραία. Ε φοβήθηκα και εγώ ότι έπεσε με την μηχανή και αγχώθηκα και ο ύπνος την έκανε με ελαφρά πηδηματάκια. Και ο κύριος ήρθε κατα τις οχτώ με ένα ύφος κουταβιού, απολογούμενος ότι είχε βγεί με έναν φίλο του και επειδή ξέχασε το κινητό δεν μπορούσε να με ειδοποιήσει. Πώς όμως να τον κρεμάσω με αυτήν την φατσούλα που πήρε? Έκανα τελικά πέτρα την καρδιά μου και τον συγχώρεσα στο επόμενο μισό λεπτό (πολύ δύσκολη είμαι τελικά η άτιμη).
Χρόνια πολλά και πάλι και να περάσετε καλά!!!

Τετάρτη 13 Φεβρουαρίου 2008

Κι όμως μένω ακόμα παιδί...

Πίσω απο το σπίτι μου, στην πόλη απο την οποία κατάγομαι, εκτείνονται περίπου δέκα στρέμματα με γέρικες ελιές, δέντρα πανύψηλα και με πυκνό φύλλωμα, καταφύγιο για κουκουβάγιες, γεράκια και άλλα μικρά ζώα, δίπλα σε μια μικρή έκταση με απαλή χλόη. Ή μάλλον θα έπρεπε να πω ότι εκτείνοταν, γιατί χτες το βράδυ η μητέρα μου με ενημέρωσε ότι κόβουν τον ελαιώνα για να κάνουν καλλιέργειες.
Πριν βιαστείτε να σχολιάσετε, να πω πως, εντάξει, για τους ανθρώπους που τα είχανε, τα δέντρα αυτά δεν αποδίδαν τόσο όσο θα θέλαν οι ιδιοκτήτες τους και ότι για αυτούς ίσως θα είναι πιο επικερδείς οι φυτείες.

Αλλά δεν μπορώ να μην μελαγχολήσω...

Σας προειδοποίησα απο το πρώτο κιόλας πόστ αυτού του blog να μην περιμένετε βαθυστόχαστα νοήματα και πολιτικές αναλύσεις, μόνο την καθημερινότητα μιας μέλισσας, τις αναμνήσεις της και τα όνειρά της, τους φόβους και τις ελπίδες της. Εικόνες όπως αυτή ενός μεγάλου ελαιώνα στο σούρουπο, να ανασαλεύει σκοτεινός κάτω απο το χάδι του θαλασσινού αέρα, αγκαλιά με έναν ουρανό βαθύ μπλέ, μόλις έχουν σβήσει τα χρώματα της δύσης και το φεγγάρι έχει κρεμαστεί σαν ασημένιο δρεπάνι και γελά με τον μικρό Αυγερινό δίπλα του. Τις εικόνες μιας μικρής παρέας παιδιών που μεγάλωσαν κάτω απο αυτά τα δέντρα, μέσα στις αχτίνες του μεσημεριανού ήλιου που διαθλόταν στα βαριά κλαριά, που προσποιούταν του ήρωες και τα πνεύματα, παιδιά που ενηλικιώθηκαν και τώρα τράβηξαν χωριστούς δρόμους.
Για μένα δεν χάνεται μόνο μια δεντροφυτεμένη έκταση, μια ωραία εικόνα, μερικά αναντικατάστατα δέντρα. Χάνεται ένα ακόμα κομμάτι της παιδικής μου ηλικίας, όπως χάθηκε και με την γατούλα μου. Αλλάζει ένα περιβάλλον που για μένα ήταν οικείο, γεμάτο θαλπωρή, μια αγκαλιά που με περίμενε να γυρίσω και να κρυφτώ, να με παρηγορήσει και να με κάνει να νιώσω πάλι ανέμελη.
Ίσως σας φαίνομαι υπερβολική, αλλά έτσι νιώθω. Όλοι μεγαλώνουν και ωριμάζουν, όλα γίνονται πιο σοβαρά και επαγγελματικά, πιο ''ενήλικα'', αλλά εγώ νιώθω ακόμα παιδί, ένα μικρό μελισσάκι που χαίρεται τα παραμύθια, τα παιχνίδια και τις ιστορίες, που βάζει την φαντασία σε κάθε πτυχή της ζωής του, που επιμένει να του αρέσουν τα απλά και τα πολύχρωμα σε έναν κόσμο άχρωμο και πολύπλοκο. Ένα παιδί που θέλει τον κόσμο γύρω του αμετάβλητο και ζεστό, πράσσινο και γεμάτο μυστήριο που σε προκαλεί να το εξιχνιάσεις.
Ένα παιδί που βλέπει τα πάντα να αλλάζουν και στέκει απορημένο στο σταυροδρόμι, καμιά φορά μπερδεμένο, και θέλει να γυρίσει πίσω, σε εκέινες τις ελιές και να συνεχίσει να τρέχει χαρούμενο και ξέγνοιαστο και που καμιά φορά δυσκολεύεται να ακολουθήσει τις εξελίξεις.
Πολλά ζητώ?

Παρασκευή 8 Φεβρουαρίου 2008

Κλειστό λόγω καμμένης φλάντζας

Σήμερα και αύριο θα κάνω αποχή, απεργία, θα τα φορτώσω στον κόκορα (πάει το ζωντανό), θα τεμπελιάσω, δεν θα κανω απολύτως τίποτα. Δεν πάει άλλο, γιατί με αυτούς τους ρυθμούς θα χάσω τις διπλίτσες μου.
Να σας δώσω ένα παράδειγμα: σήμερα πήγα στο ταμείο νομικών (-5 λιπποκύτταρα), στο ταμείο προνοίας των δικηγόρων (-10, γιατί είχε και σκάλες), βάλε και το ειρηνοδικείο (-4, φταίνε οι αγωγές) και γενικα άλλα -4, λόγω τρεξίματος. Σύνολο 23 λιπποκύτταρα μειον, σχεδόν μια διπλίτσα!!! Και καλά την χάνω, ποιος τρώει όμως δέκα κιλά παστάκια για να την ξανα πάρει? Φασαρία σκέτη ρε παιδί μου.
Και πέρα απο τον δείκτη λίπους, σε χαμηλά επίπεδα κυμαίνεται και ο αριθμός των εγκεφαλικών κυττάρων που επιβίωσαν την εβδομάδα που πέρασε. Το Σαββατοκύριακο άναψα σόμπες, καλοριφέρ, τυλίχτηκα και με τρεις κουβέρτες συν χοντρές φόρμες, και αποβλακώθηκα απο την ζέστη. Ήμουν κυριολεκτικά σε μια κατάσταση μεταξύ νιρβάνας και λήθαργου, με όλα τα φαγώσιμα και τα dvd σε απόσταση που να τα φτάνω απο το κρεβάτι χωρίς να σηκωθώ. Έκανα και ψυχανάλυση με το Σερ Πασχαλίτσο την Κυριακή για να πάρω τα πάνω μου (όλα τα είχε ο μπουφές).
Μην νομίζετε οτι η εβδομάδα ξεκίνησε πιο δυναμικά και με μυαλό καθαρό. Ακόμα ψιλο κοιμάμαι, χώρια ότι σκεφτομαι την ρημαδο Τετάρτη που πρέπει να έρθω στην δουλειά με τα πόδια.
Αρκετά όμως σκέφτηκα για την ώρα και τα εγκεφαλικά κύτταρα άρχισαν να δυσανασχετούν πάλι. Τα λέμε απο Τετάρτη.

Τετάρτη 6 Φεβρουαρίου 2008

Αγαπητοί Συνάνθρωποι

'' Ο άνθρωπος γεννήθηκε ελεύθερος. Για να παραμείνει ελεύθερος, οφείλει να συνειδητοποιήσει ότι αποτελεί μέλος μιας κοινωνίας , με δικαιώματα και υποχρεώσεις. Ότι είναι ένας συνειδητός πολίτης και όχι ιδιώτης. Άλλως μετατρέπεται σε ανελεύθερο, που έχει την ψευδαίσθηση του ελεύθερου. Κι αυτό είναι το χειρότερο. Το πόσο ελεύθερος είναι κάποιος, αποδεικνύεται από το πόσο συνειδητοποιημένος είναι, από το πόσο γνωρίζει τα δικαιώματά του, από το πόσο έχει μάθει να αγωνίζεται για αυτά, από το πόσο συνεπής στις υποχρεώσεις του είναι''....

Το παραπάνω απόσπασμα είναι απο το ημερολόγιο του Δικηγορικού Συλλόγου. Η ταυτότητα και οι κομματικές πεποιθήσεις του συγγραφέα δεν έχουν σημασία, ούτε καν το επάγγελμά του: αυτό που μετρά είναι το νόημα του λόγου του.
Ο άνθρωπος, έλεγε ο Αριστοτέλης, είναι φύσει πολιτικό ζώο, προορισμένο να επιβιώνει μέσα σε σύνολο. Για να μην γίνει αυτό το σύνολο ζούγκλα, υπάρχουν όρια, δικαιώματα και υποχρεώσεις. Ας μην είναι οι δικηγόροι οι μόνοι που γνωρίζουν το περιεχόμενό τους, ας ενημερωθούν όλοι για να μπορούν να είναι σωστοί πολίτες και σωστά μέλη της κοινωνίας μας, που δεν είναι τόσο μεγάλη όσο φαίνεται.

Τρίτη 5 Φεβρουαρίου 2008

ο γκιώνης


Την Κυριακή πήγαμε βόλτα με τον Σερ Πασχαλίτσο στο Πεδίο του Άρεως, να πιούμε καφεδάκι και να παίξουμε σκάκι, που μας αρέσει πολύ και ακονίζει και το μυαλό (το δικό του, γιατί το δικό μου παραμένει ζελές). Όταν άρχισε να σουρουπώνει, ξεκινήσαμε να γυρίσουμε με τα πόδια, περνώντας μέσααπο το παρκάκι πίσω απο τα Δικαστήρια.
Και τότε τον άκουσα.
Κρυμμένος μέσα στις φυλωσιές των πεύκων ένας γκιώνης έκρωζε με την πένθινη φωνή του, μόλις που ακουγόταν απο τις φωνές των παιδιών και των σκυλιών. Και δεν είναι οι μακάβριες ιστορίες που έχουν πλέξει για αυτό το πουλί που με έκαναν να ανατριχιάσω, που χάιδεψαν με παγωμένο χέρι την καρδιά μου. Ήταν κάτι πιο βαθύ, πιο ξεχασμένο και αναμνήσεις παιδικές.
Οι νύχτες του Αυγούστου στο χωριό μου στα Γιάννενα, ζεστές και γεμάτες απο την μυρωδιά των ζώων και του ξερού χόρτου, σημαδεύτηκαν απο την αυτή την φωνή. Η μαμά κάποτε μου είχε πει ότι ο παππούς μια φορά με είχε φοβίσει ότι ο γκιώνης θα έρθει να με πάρει, αν δεν φάω το φαί μου και, ναι μεν εγώ αυτό δεν το θυμάμαι, ωστόσο κάποιος φόβος πρέπει να φώλιασε μέσα μου, γιατί όποτε ακούω γκιώνη με πιάνει ένα αίσθημα πανικού και ταραχής. Εκείνα τα καλοκαίρια ,που ήμουν μικρούλι μελισσάκι ,φοβόμουν τα βράδια τόσο πολύ όταν τον άκουγα, που σκεπαζόμουν με το σεντόνι ,ολόκληρη σε σημείο που κόντευα να σκάσω, και δεν μπορούσα να κοιμηθώ και όταν τελικά με έπερνε ο ύπνος, έβλεπα εφιάλτες ότι ήμουν σε ένα δάσος μόνη μου και δεν έβρισκα τον δρόμο να γυρίσω. Και εκείνο το αναθεματισμένο είχε φτιάξει την φωλιά του σε ένα δέντρο δίπλα στο σπίτι!
Εκείνα τα καλοκαίρια , με τα όμορφα ηλιοβασιλέματα στα βουνά, με τους ήχους απο τα κουδούνια των ζώων, με τις σκανταλιάρικες παρέες και τα παιχνίδια στο δασάκι με το εκκλησάκι του Αι Νικόλα,έφυγαν μαζί με τον παππού μου και την θεία μου και μαζί τους έφυγαν εκείνες οι ανέμελες, αυγουστιάτικες στιγμές. Κάθε φορά που επισκέπτομαι το χωριό μου νιώθω ότι όλα έχουν αλλάξει και σκληρύνει, ότι δεν υπάρχει η θαλπωρή που υπήρχε., ίσως γιατί τον τόπο τον ομορφαίνουν μόνο οι άνθρωποι και η αγάπη τους.
Έμειναν όμως οι αναμνήσεις ενός παιδιού και η φωνή του γκιώνη, που περιμένει σε κάποια φυλωσιά για να προκαλέσει ανησυχία, πλέον σε έναν ενήλικο όχι με την ένταση που είχε παλιά, και για να ανοίξει μια μικρή πόρτα και το παρελθόν να κλέψει λίγο παρόν.

Παρασκευή 1 Φεβρουαρίου 2008

Περι Αρχιεπισκόπου και λοιπής επικαιρότητας

Καλά, άμα δεν ξανα φανώ συνεπής στο ραντεβού μας να με φτύσετε.
Χτες είπα να μπω το πρωί στην μπογκόσφαιρα, όπως είχα υποσχεθεί, και να γράψω αυτά που κατέβασε το μικρό μυαλό μου (έχω και απο αυτό, αλήθεια λέω) αλλά μετά σκέφτηκα (και εκεί το έκαψα τελείως απο την προσπάθεια) να τελειώσω πρώτα κάτι στο αρχείο της δουλειάς. Και μετά πλάκωσε κόσμος, είχα και μάθημα το απόγευμα και δεν πρόλαβα.

Πολλοί με ρώτησαν στον ανθόκηπο γιατί δεν σχολίασα τα φοβερά, σημαδιακά γεγονότα των ημερών, που τραντάζουν τα θεμέλια της κοινωνίας και σοκάρουν την κοινή γνώμη (με έπιασε λογοτεχνικός οίστρος, κρατάτε με).
Η απάντηση είναι απλή: όλα αυτά τα γεγονότα, απο τον Ζαχόπουλο και την Siemens ως τον θάνατο του Αρχιεπισκόπου με αφήνουν κομματάκι αδιάφορη.
Σε τι να δώσω σημασία και τι να με προβληματίσει? Μίζες και παρατράγουδα τόσο στον επιχειρηματικο όσο και στον πολιτικό κόσμο υπήρχαν πάντα και θα συνεχίσουν να υπάρχουν, καθότι οι όλοι άνθρωποι, ανεξαρτήτου εθνικότητας, έχουν το μικρόβιο της διαπλοκής στο αίμα τους. Και μην ξεγελιόμαστε, μπορεί να μην μας αρέσει όλο αυτό το πανηγύρι, αλλά κανείς μας δεν έχει την διάθεση να κάνει κάτι να το αλλάξει, ίσως γιατί κατα βάθος όλους μας βολεύει αυτή η ανοργανωσιά και το ρουσφέτι. Πιστεύω ακράδαντα ότι η κοινωνία και η διακυβέρνηση είναι ο καθρέφτης αυτών που την αποτελούν. Όταν τα ίδια τα μέλη δεν μπορούν να βάλουν σε τάξη την ζωή τους και τις προτεραιότητές τους, δεν μπορούν να ιεραρχήσουν τις αξίες τους και να κρατήσουν τα πιστεύω τους, κανείς άλλος δεν θα το κάνει για αυτά και δεν θα τα πονέσει. Είναι όπως ακριβώς με το ανθρώπινο σώμα: αν τα κύτταρα δεν συνεργάζονται και νοιάζονται μόνο να βρουν τον τρόπο που θα φάνε το ένα το άλλο, το σώμα είναι ευάλωτο σε ιούς, ακόμη και στον θάνατο.
Η καθημερινότητά μας σκοτεινιάζει και βυθίζεται στην αγριότητα και την απανθρωπιά. Στο χέρι μας είναι να την κάνουμε χαρούμενη, γεμάτη αγάπη, μια αγκαλιά για όλους.
Το μόνο που έχω θα σχολιάσω, αφορά τον Χριστόδουλο: μπορεί για κάποιους να ήταν κάθαρμα, για άλλους καλός ιερέας, άλλοι να δυσαρεστήθηκαν με τον θάνατό του και άλλοι να γέλασαν κυνικά, αλλά ήταν ένας άνθρωπος , που υπέφερε απο την χειρότερη ασθένεια και που έσβησε, και οφείλουμε σεβασμό σε μια ψυχή που φεύγει, όποιος και αν είναι αυτός , είτε συμφωνούμε με τις απόψεις του είτε όχι.


Αυτά είχε να πεί ένα μικρό μελισσάκι με το χέρι στην καρδιά του. Και τώρα να το συγχωρείτε, αλλά θα πάει να βουτήξει την μουσουδίτσα του στο μέλι, μακριά απο τους λύκους της ζωής και την καταθλιπτική καθημερινότητα.