Πέμπτη 26 Μαρτίου 2009

26 Μαρτίου κάθε χρόνο και για πάντα





Το είπα και πέρυσι, το επαναλαμβάνω και φέτος: παρελάσεις και τελετές δεν έχουν θέση στο κυψελάκι.
Την επανάσταση του 1821 θα την τιμήσουμε μόνο με το να μάθουμε την ιστορία μας καλύτερα και όχι με εμβατήρια.

Κάθε χρόνο αυτή μέρα θα είναι αφιερωμένη και το ποστ θα γίνεται κεράκι, θα παίρνει φωτιά απο τον καημό και θα λάμπει όσο πιο δυνατά μπορεί, για να φωτίζει στα σκοτάδια της εισόδου της άλλης ζωής, με την ελπίδα ότι υπάρχει πράγματι άλλη ζωή και ότι τα μάτια δεν κλείνουν ποτέ , μένουν ανοιχτά σε αυτή την άλλη πραγματικότητα, και ότι θα το δουν.
Γιατί ποτέ το 'μου λείπεις' δεν έχει την βαρύτητα ενός 'σ αγαπώ'.

Το καλοκαίρι του 2003, ήδη άρρωστος, καθόσουν μαζί μου στην βεράντα του σπιτιού και βλέπαμε μια ταινία, στην οποία ένας πατέρας, άρρωστος και αυτός απο καρκίνο, προσπαθούσε να τελειώσει ένα σπίτι πριν πεθάνει. Μόλις τελείωσε, με τον πρωταγωνιστή να πεθαίνει, ήσυχος ότι τελείωσε το έργο του, είχες γυρίσει και με είχες ρωτήσει, αν θα σε θυμόμουν όταν θα έφευγες. Δεν σου απάντησα. Θεώρησα την ερώτηση τόσο ηλίθια, τόσο απαράδεκτη, που νευρίασα, σε λοξοκοίταξα και έφυγα σιωπηλή μέσα στο σπίτι.
Αν γυρνούσα το χρόνο πίσω θα σου φώναζα ότι δεν θα σε άφηνα να φύγεις και ότι ποτέ δεν φεύγουν αυτοί που αγαπάμε.
Αλλά έφυγες τα μεσάνυχτα της 26ης Μαρτίου 2004.
Για πολύ καιρό μετά ήμουν σε σύγχυση, δεν μπορούσα ούτε το πρόσωπό σου να θυμηθώ. Ένιωθα τύψεις για όλα αυτά που δεν πρόλαβα να σου πω, για όλη την αγάπη που ένιωθα αλλά δεν βρήκα τρόπο να στην εκφράσω.
Καμία όμως τύψη δεν θεραπεύει αυτό που έλλειψε.
Και ζηλεύω. Όταν βλέπω τις φίλες μου με τους δικούς τους ζηλεύω. Και με πιάνει το παράπονο που έφυγες νωρίς.
Λίγο πριν το ετήσιο μνημόσυνο, τότε δούλευα στον οτε, ονειρεύτηκα ότι είχες έρθει με μια βαλίτσα στην δουλειά, μαζί με άλλες ψυχές που έψαχναν τους δικούς τους. Μου είχες πεί '' Ματάκια μου, τώρα πρέπει να φύγω''. Δεν θυμάμαι αν σου είχα απαντήσει, αλλά απο τότε δεν σε ονειρεύτηκα ξανά, ακόμα και τώρα βλέπω μόνο φευγαλέα την μορφή σου σε ένα πλήθος ή σε έναν δρόμο.
Είχες φαίνεται κουραστεί και ήταν η ώρα να αναπαυτείς.

Λένε ότι η ζωή μετά τον θάνατο δεν βρίσκεται στους ουρανούς, αλλά στην καρδιά μας, σε αυτά που αγαπάμε, στις φωτογραφίες που μας χαμογελούν, σε αυτά που θυμόμαστε με συγκίνηση. Αν είναι έτσι, τότε μην φοβάσαι τίποτα πια: είσαι στην καρδιά μου και εκεί δεν θα σε πειράξει κανείς, ούτε την αρρώστια θα αφήσω να σε πονέσει.
Μπορείς να κοιμηθείς ήσυχος μπαμπά μου. Μαζί μου θα είσαι και μαζί θα προχωρήσουμε μπροστά, πάντα όρθιοι και πάντα δυνατοί.
Κανένας δεν θα μείνει μόνος του ποτέ.

Σ αγαπώ πολύ.











Πέμπτη 12 Μαρτίου 2009

Τα γαρδελάκια

Δύο γαρδελάκια έρχονται που και που στο μπαλκόνι του γραφείου.
Κάθομαι και τα χαζεύω να παίζουν με τα ξεραμένα λουλούδια μιας παλιά γλάστρας, που έχει καιρό τώρα απομείνει σκονισμένη δίπλα στην τζαμόπορτα. Απο κάποιο κλουβί ξεφύγανε και τώρα χαράζουν την δική τους πορεία στον ουρανό της Αθήνας, πλέκοντας φωλίτσες σε απόμερες γωνίες παλιών σπιτιών. Τραβούν τα χνούδια των ξεραμένων φύλλων, χοροπηδάνε αεικίνητα στο τσιμέντο και πεταρίζουν τα σωματάκι τους, πριν ξανα φύγουν πάνω απο τις πολυκατοικίες.
Βρέχει σήμερα.
Άρθρο 216 Ποινικού Κώδικα, η έννοια της πλαστογραφίας: '' όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με την χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τιμωρείται με φυλάκιση''.
Άρθρο 000 Κώδικα άγραφου ακόμη, η έννοια του φόβου: '' όποιος καταρτίζει πλαστή ευτυχία ή νοθεύει τα ιδανικά του με σκοπό να παραπλανήσει τον εαυτό του σχετικά με την πραγματικότητα η οποία μπορεί να χρειάζεται αλλαγή, τιμωρείται με εσωτερική απομόνωση και δυστυχία''.

Συνειρμοί ενός κουρασμένου μυαλού.

Πονάνε και τα χέρια μου, ίσως έχω κάνει ζημιά στις αρθρώσεις της παλάμης με το βάρος που κουβαλώ καθημερινά.
Βρέχει αλλά δεν είναι σκοτεινή η μέρα: ένα φως διαθλάται και διαχέεται, ανοίγει το βλέμμα ψηλά. Πάντα μου άρεσε η βροχή: είναι ζωογόνα μελαγχολία, ξεπλένει και την πιο σκονισμένη γωνία. Η γη υγραίνει την καρδιά της και ευφραίνεται.
Εξάλλου σε νερό γεννιόμαστε και σαν βροχή ξανα γυρνάμε.
Το Πληρεξούσιο της εταιρίας θέλει διόρθωμα. Κόψε και ράψε και σβήσε και πρόσθεσε.
Στα ορεινά χωριά, έλεγε ένα παλιό βιβλίο με μύθους, πιστεύαν ότι η νυφίτσα ήταν νύφη που είχε σκοτωθεί, όταν κάποια κακόβουλη της είχε σκίσει τα προικιά και είχε ματαιώσει τον γάμο. Απο τότε, σαν ζωάκι πια, γυρνάει και μπαίνει στα σπίτια και σκίζει τα ρούχα, ψάχνει κουρελάκια να ξανα φτιάξει την προίκα της και για αυτό οι γυναίκες της αφήναν πάντα μερικά στο πάτωμα.
Και ράβει και πλέκει, δεν διαφέρει το φουστάνι της απο το πληρεξούσιο, που το φτιάχνουμε στα μέτρα μας και όπως μας βολεύει, πέρνοντας κουρελάκια απο τους νόμους.

Πριν λίγες μέρες πήρε το μάτι μου πάλι τα γαρδελάκια, γλιστρούσαν σαν πολύχρωμες ηλιαχτίδες σε μια σκουριασμένη γωνιά του μπαλκονιού.

Ας είναι πάντα ευτυχισμένα.