Τρίτη 5 Φεβρουαρίου 2008

ο γκιώνης


Την Κυριακή πήγαμε βόλτα με τον Σερ Πασχαλίτσο στο Πεδίο του Άρεως, να πιούμε καφεδάκι και να παίξουμε σκάκι, που μας αρέσει πολύ και ακονίζει και το μυαλό (το δικό του, γιατί το δικό μου παραμένει ζελές). Όταν άρχισε να σουρουπώνει, ξεκινήσαμε να γυρίσουμε με τα πόδια, περνώντας μέσααπο το παρκάκι πίσω απο τα Δικαστήρια.
Και τότε τον άκουσα.
Κρυμμένος μέσα στις φυλωσιές των πεύκων ένας γκιώνης έκρωζε με την πένθινη φωνή του, μόλις που ακουγόταν απο τις φωνές των παιδιών και των σκυλιών. Και δεν είναι οι μακάβριες ιστορίες που έχουν πλέξει για αυτό το πουλί που με έκαναν να ανατριχιάσω, που χάιδεψαν με παγωμένο χέρι την καρδιά μου. Ήταν κάτι πιο βαθύ, πιο ξεχασμένο και αναμνήσεις παιδικές.
Οι νύχτες του Αυγούστου στο χωριό μου στα Γιάννενα, ζεστές και γεμάτες απο την μυρωδιά των ζώων και του ξερού χόρτου, σημαδεύτηκαν απο την αυτή την φωνή. Η μαμά κάποτε μου είχε πει ότι ο παππούς μια φορά με είχε φοβίσει ότι ο γκιώνης θα έρθει να με πάρει, αν δεν φάω το φαί μου και, ναι μεν εγώ αυτό δεν το θυμάμαι, ωστόσο κάποιος φόβος πρέπει να φώλιασε μέσα μου, γιατί όποτε ακούω γκιώνη με πιάνει ένα αίσθημα πανικού και ταραχής. Εκείνα τα καλοκαίρια ,που ήμουν μικρούλι μελισσάκι ,φοβόμουν τα βράδια τόσο πολύ όταν τον άκουγα, που σκεπαζόμουν με το σεντόνι ,ολόκληρη σε σημείο που κόντευα να σκάσω, και δεν μπορούσα να κοιμηθώ και όταν τελικά με έπερνε ο ύπνος, έβλεπα εφιάλτες ότι ήμουν σε ένα δάσος μόνη μου και δεν έβρισκα τον δρόμο να γυρίσω. Και εκείνο το αναθεματισμένο είχε φτιάξει την φωλιά του σε ένα δέντρο δίπλα στο σπίτι!
Εκείνα τα καλοκαίρια , με τα όμορφα ηλιοβασιλέματα στα βουνά, με τους ήχους απο τα κουδούνια των ζώων, με τις σκανταλιάρικες παρέες και τα παιχνίδια στο δασάκι με το εκκλησάκι του Αι Νικόλα,έφυγαν μαζί με τον παππού μου και την θεία μου και μαζί τους έφυγαν εκείνες οι ανέμελες, αυγουστιάτικες στιγμές. Κάθε φορά που επισκέπτομαι το χωριό μου νιώθω ότι όλα έχουν αλλάξει και σκληρύνει, ότι δεν υπάρχει η θαλπωρή που υπήρχε., ίσως γιατί τον τόπο τον ομορφαίνουν μόνο οι άνθρωποι και η αγάπη τους.
Έμειναν όμως οι αναμνήσεις ενός παιδιού και η φωνή του γκιώνη, που περιμένει σε κάποια φυλωσιά για να προκαλέσει ανησυχία, πλέον σε έναν ενήλικο όχι με την ένταση που είχε παλιά, και για να ανοίξει μια μικρή πόρτα και το παρελθόν να κλέψει λίγο παρόν.

3 σχόλια:

Poet1 είπε...

Ωραιος ο γκιωνης ! Σημαδι οτι ακολουθει η ανοιξη οσονουπω... Την καλημερα μου μελισσουλα...

Γιώργος_Κ είπε...

Και η Άνοιξη όμως, θέλει ΔΥΟ, όχι έναν, διαφορετικά κανείς δε νοιάζεται για τις εποχές του χρόνου! :)

Την Άνοιξη ζευγαρώνουν και τα μελισσσάκια ή κάνω λάθος? :)

Ιμμαήλ είπε...

Πάντα θέλει δύο σε όλη την διάρκεια της ζωής μας, απλά την άνοιξη και το καλοκαίρι η ανάγκη αυτή γίνεται πιο έντονη.
Τα μελισσάκια για φαί και συντροφιά δεν κάνουν διακρίσεις στις εποχές:είναι καλοδεχούμενα πάντοτε!!
Βέβαια την άνοιξη στην Αθήνα δύσκολα την καταλαβαίνεις, γιατί άντε να βρείς λουλούδια για να προσέξεις ότι άνθισαν.