Σάββατο 26 Ιανουαρίου 2008

Ταξίδι στον χρόνο- Β μέρος

Πρώτος τίναξε το δόρυ του ένας απο τους δαίμονες και ο Αρχάγγελος το απέφυγε, πριν του επιτεθούν όλοι μαζί. Το Πλασματάκι τον είδε να χάνεται για λίγο κάτω απο τα βρωμερά σώματα των ομοφύλων του,πριν τους τινάξει απο πάνω του με μια βίαιη κίνηση και αρχίσει να τους σακατεύει με το σπαθί του. Γρήγορα ο αραχνιασμένος χώρος γέμισε με αίμα και κομμένα μέλη , στριγκιές κλαγγές όπλων και άγρια ουρλιαχτά πόνου και οργής, που αντιλάλησαν στους σάπιους τοίχους και ταξίδεψαν στην νύχτα, φτάνοντας στα αυτιά όλων των πλασμάτων που δεν κοιμόταν.
Ο άγγελος μάχονταν σιωπηλός, χωρίς να μπορεί κανένα απο τα όπλα των εχθρών του να τον αγγίξει. Τα φτερά του είχαν γίνει άλικα και τα μάτια του είχαν σκοτεινιάσει, σαν η νύχτα να είχε καταπιεί την ψυχή του και να έσβησε κάθε φως μέσα του. Κάτω απο τα πόδια του τα σώματα των πεσμένων δαιμόνων συνθλίβοταν με ανατριχιαστικούς ήχους. Το μικρούλι παρακολουθούσε ανήμπορο αυτή την σφαγή, ζαλισμένο τόσο, που δεν μπορούσε να δώσει λογική εξήγηση γιατί, αντί να σιχαθεί και να μισήσει τον άγγελο και να νιώσει την ανάγκη να τον διαμελίσει, εκείνο ήθελε μόνο να χαϊδέψει τα φτερά του, να τον κρύψει για να μην του κάνει κανένας κακό.
Λίγη ώρα μετά, ο τελευταίος δαίμονας ξεψυχούσε με την ουράνια λάμα να διαπερνά το λαιμό του. Ο Αρχάγγελος στάθηκε λαχανιασμένος πάνω απο το πτώμα και στηρίχθηκε κουρασμένος στο σπαθί του, αφουγκραζόμενος την καταιγίδα, που οι ήχοι της προσπαθούσαν να καλύψουν το τρομακτικό κενό μετά απο τόσους θανάτους και φωνών που είχαν σβήσει.

Και τότε, αντιλήφθηκε το Πλασματάκι.

Γύρισε, ξαφνιασμένος που δεν το είχε δει νωρίτερα, για να αντικρίσει δυο τσιμπλιασμένα και θολωμένα ματάκια να τον κοιτούν αδύναμα. Προχώρησε προσεχτικά, συνοφρυωμένος: πίσω απο μια σπασμένη τράπεζα κειτόταν ζαρωμένος ένας μικρός δαίμονας, με γκρίζο δέρμα και μαύρα, σαν νυχτερίδας, φτερά. Ήταν αποστεωμένος και, παρά την βρώμα που τον τύλιγε σαν πέπλο, διακρίνονταν καθαρά ουλές απο μαστίγιο και βασανιστήρια. Στους καρπούς και τους αστραγάλους ήταν κλειδωμένοι κρίκοι-υποδοχές για αλυσίδες, που είχαν πληγώσει την σάρκα και την είχαν μολύνει. Τα χείλη του μικρού ήταν χτυπημένα απο βαρύ αντικείμενο, που είχε αφήσει μελανά σημάδια σε όλο το πρόσωπο. Ήταν φανερό ότι ψηνόταν απο πυρετό και ότι ήταν τόσο εξουθενωμένος, που δεν θα ζούσε για πολύ.
Μόλις τον είδε να πλησιάζει, ο δαίμονας προσπάθησε να του μιλήσει και να του πεί ότι ήταν όμορφος, ότι ήθελε πριν πεθάνει να χαιδέψει τα φτερά που του είχαν κάνει εντύπωση, αλλά το μόνο που βγήκε απο τον ξεραμένο λαιμό ήταν ένα άναρθρο γρύλισμα. Ο Αρχάγγελος τον περιεργάστηκε βλοσυρός για λίγες στιγμές, πριν σηκώσει το σπαθί του να τον χτυπήσει. Ο μικρός δεν έκανε καμιά προσπάθεια να κρυφτεί, παρα έκλεισε τα μάτια θλιμμένος και έσκυψε το κεφαλάκι του. Τότε μύριες εικόνες πόνου πλημμύρισαν το μυαλό του αγγέλου, αναμνήσεις μιας μικρής ψυχής που ήθελε απλά να την αγαπούν, αλλά και που όλοι της χάρισαν τρόμο και κακουχίες σε σκοτεινά κελιά. Είχε υποφέρει στα χέρια αγγέλων, δαιμόνων και ανθρώπων, χωρίς κανείς να δείξει το παραμικρό έλεος στις ικεσίες του. Και ο Αρχάγγελος ένιωσε την αγάπη αυτού του μικρού πλάσματος για αυτόν και ξαφνιάστηκε ακόμα πιο πολύ, γιατί ποτέ ξανά δεν είχε διαβάσει σε καμιά καρδιά ένα τόσο φιλήσυχο συναίσθημα.
Χαμήλωσε το σπαθί του, με την καρδιά του να βράζει απο οργή για τον εαυτό του: δεν μπορούσε να χτυπήσει αυτό το Πλασματάκι και να του πάρει την ζωή και αυτό τον εξαγρίωνε, γιατί ξαφνικά ένιωθε αδύναμος και ευάλωτος, απρόθυμος να φέρει σε πέρας την αποστολή του. Και ακόμα χειρότερα, δεν μπορούσε να δώσει ικανοποιητικά απάντηση στο γιατί ένιωθε αυτό το μούδιασμα στα σωθικά του. Με ένα πικρό χαμόγελο, θυμήθηκε την συζήτηση που είχε κάνει κάποτε με τον Θεό, για την αγάπη προς στα πλάσματα όλων των φύσεων, για τον οίκτο και την συγνώμη στα λάθη τους. Τότε είχε γελάσει, είχε πει ότι το έλεος είναι αδυναμία άχρηστη και επικίνδυνη, ότι κανείς δεν αξίζει συγχώρεση για τα αμαρτήματά του, για να του απαντήσει ήσυχα ο Θεός ότι κάποτε θα καταλάβει την σημασία τους και τον πόνο που κρύβουν.

Σε αυτή την έρημη εκκλησία, σε αυτή την νύχτα, η παγωμένη καρδιά ράγισε και άφησε λίγη απο την φωτιά που έκαιγε μέσα της να βγει έξω. Ο Αρχάγγελος θηκάρωσε το σπαθί του και έσκυψε, χαιδεύοντας τον μικρό δαίμονα στο κεφαλάκι. Το μικρούλι τον κοίταξε απορημένο, φοβισμένο, πριν το τυλίξει ένας βαθύς ύπνος. Το σήκωσε απαλά στα χέρια του και, κρύβοντάς το στα φτερά του, χάθηκαν μαζί στο σκοτάδι της καταιγίδας.



(συνεχίζεται....)

1 σχόλιο:

Γιώργος_Κ είπε...

Ωραίο παραμυθάκι, θα το μελετήσω προσεχτικά με την πρώτη ευκαιρία!
Προσωρινά για σήμερα, επισκέφτηκα το παζάρι βιβλίου στο Πανεπιστήμιο και γέμισα μια σακούλα βιβλία!
Ευχήσου μου καλοφάγωτα ! :)