Παρασκευή 22 Φεβρουαρίου 2008

Ταξίδι στον Χρόνο-Γ' Μέρος

Πάνω απο τα βουνά η ανατολή άπλωνε τα αιματοβαμμένα μαλλιά της. Το κρύο ήταν δριμύ.

Ο Αρχάγγελος ατένισε το δάσος, απο εκεί ψηλά που στεκόταν θόλωνε απο την ομίχλη και την υγρασία. Στην πλάτη του, κρυμμένο σε μια υφασμάτινη θήκη κρεμασμένη ανάμεσα στα φτερά του, ο μικρός δαίμονας κοιμόταν ακόμη, έπλεε ασφαλής σε θάλασσες των ονείρων που ο άγγελος δεν μπορούσε να νιώσει την δροσιά τους.

Μπορούσε όμως να νιώσει για πρώτη φορά στην αιωνιότητά του τα απαίσια αισθήματα της απελπισίας, της αμφιβολίας και της αβεβαιότητας.

Το Πλασματάκι ήταν υπο την προστασία του τώρα, αλλά είχε πράξει σωστά? Είχε φανεί αδύναμος χωρίς καν να είναι σίγουρος ότι ήθελε κάτι τέτοιο. Ο Θεός του είχε εμπιστευτεί μια αποστολή και αυτός είχε αφήσει την καρδιά του να τον προδώσει και να αφήσει το έργο του ημιτελές. Μια εβδομάδα τώρα περιπλανιόταν στις ερημιές, κρύβοντας το κοιμισμένο μικρούλι απο τον κόσμο, και προσπαθούσε να επικοινωνήσει με τον Θεό, να του ομολογήσει την ενοχή την ανάμικτη με την περίεργη αυτή φλόγα που δεν έσβηνε, όσο και αν προσπαθούσε, να τον ρωτήσει ποιες θα ήταν οι συνέπειες. Ο Θεός όμως έμενε σιωπηλός, πεισματικά απών, οι βουλές του έμεναν κρυμμένες και αυτό τρέλαινε τον άγγελο, γιατί με ένα νεύμα Του το μικρούλι θα έμενε νεκρό, δεν θα μπορούσε να το προστατεύσει απο την οργή Του και αυτός θα φυλακίζονταν για πάντα στο σκοτάδι, σκλάβος ελεεινών πλασμάτων. Περιπλανιόταν λοιπόν μπερδεμένος, διχασμένος ανάμεσα στην επιθυμία, το πρέπει της σφαγής, το καθήκον του ως στρατιώτη και την τρυφερότητα που είχε νιώσει όταν διάβασε την μικρή καρδιά.

Το πρωί που το μικρούλι άνοιξε τα μάτια και γουργούρισε νυσταγμένο, αγκαλιάζοντας με αγάπη και εμπιστοσύνη τον λαιμό του, η καρδιά του πανώριου πλάσματος τρεμούλιασε, έγινε καυτό μέταλλο που παλλόταν απο συγκίνηση και τότε αποφάσισε να δώσει ζωή σε αυτό το σκελετωμένο μικρό ον, έστω και αν αυτό στοίχιζε την αιώνια καταδίκη του. Δεν μπορούσε να το εγκαταλείψει, δεν ήθελε να το καταδικάσει σε θάνατο. Βρήκε μια σπηλιά και την διαμόρφωσε ώστε να γίνει ένα άνετο, πρόχειρο σπίτι και εκεί έκρυψε τον μικρό. Χαμογέλασε προς τον ουρανό: πλέον ήταν απόλυτα σίγουρος τι ήθελε και θα το έκανε με θάρρος.

Τις ημέρες που κύλησαν, ο άγγελος περιποιήθηκε τα τραύματα του παιδικού σώματος και φρόντισε να γεμίσει η κοιλίτσα του με λιχουδιές. Όταν ο δαίμονας δυνάμωσε αρκετά, τον έλουσε και γυάλισε τα φτερά του και πέρασε στα χέρια του πολύχρωμα , μεταλλικά βραχιόλια, που ήξερε ότι αρέσανε τόσο σε αυτά τα πλάσματα. Το μικρούλι τον κοίταζε στα μάτια με σιωπηλή λατρεία, για αυτό κάθε χάδι ήταν δώρο και θαύμα μαζί, που το έκανε ευτυχισμένο όσο ποτέ. Κάθε φορά που ο Αρχάγγελος έφευγε, έτρεμε μην τον αιχμαλωτίσουν και τον πονέσουν, γιατί ήξερε ότι η σωτηρία του ήταν προδοσία στον ουρανό και κάθε πλάσμα του φωτός θα στρεφόταν εναντίον του, αν αυτό μαθαίνονταν. Ήθελε να του μιλήσει, αλλά δίσταζε, η φωνή πνιγόταν στον λαιμό του, γιατί ο αγαπημένος του φίλος δεν μίλαγε, έμενε κλεισμένος στην σιωπή. Ήξερε τι ήθελε, το διάβαζε στα μάτια του, αλλά ήθελε να ακούσει την φωνή του, να την κλείσει μέσα του σαν πολύτιμο θησαυρό, να μάθει το όνομά του, τις σκέψεις του, τους φόβους και τα όνειρά του.
Ο Άγγελος του έμαθε να χειρίζεται το σπαθί και τα μαχαίρια, να διαβάζει και να γράφει, του σχεδίασε χάρτες του κόσμου και εικόνες όλων των πλασμάτων. Κάθε βράδυ ο μικρός δαίμονας ζάρωνε στα φτερά του και αποκοιμιόταν στον ρυθμό της λατρεμένης του ανάσας και κάθε πρωί ξυπνούσε και τον έκανε να γελά με τα καμώματά του: για το φτερωτό πλάσμα ο μικρός ήταν κάτι νέο και περίεργο, κάτι που δεν είχε ξανα αντιμετωπίσει, ένα μικρό παιδί, που μαζί του μάθαινε πάλι την αθωότητα και την φωτεινή, ήσυχη πλευρά της αιωνιότητας, που δεν είχε ακόμα μολυνθεί απο το αίμα και το μίσος. Αυτή όμως η αθωότητα τον έκανε να διστάζει και να μην του αποκαλύπτεται, γιατί φοβόταν μην την καταστρέψει και φέρει το μικρούλι του σε μια πραγματικότητα πιο άγρια απο αυτή που μπορούσε να αντέξει.

Ένα πρωί όμως, μια χαραυγή αρκετό καιρό μετά, ένας μαυροφορεμένος άντρας στάθηκε μπροστά στην σπηλιά, με το χλωμό, αρρωστιάρικο πρόσωπό του να χαμογελά χαιρέκακα και τα κοκαλιάρικα χέρια του να είναι δεμένα μπροστά. Στα πόδια του σωριάστηκαν αλυσίδες πλεγμένες με κοφτερά αγκάθια που σφύριζαν ανυπόμονα.

Ο Αρχάγγελος αγρίεψε και έκρυψε τον φοβισμένο μικρό στα βάθη της σπηλιάς, γιατί αυτό το όρθιο λείψανο ήταν ένας Νεκραφέντης, ένα πλάσμα γλοιώδες και ποταπό, υπεύθυνο για την φύλαξη των νεκροταφείων αλλά και επιφορτισμένος με τα βασανιστήρια και τον εγκλεισμό των αποστατών Αρχαγγέλων. Βγήκε απο την σπηλιά βλοσυρός και στάθηκε άφοβα μπροστά του, κοιτώντας με περιφρόνηση. Ο μικρός σύρθηκε κρυφά στην είσοδο, με την καρδιά στο στόμα, παρακολουθώντας ανήμπορος την σκηνή και παρακαλώντας απελπισμένος τον Θεό του αγαπημένου του να μην αφήσει να του συμβεί τίποτα κακό.
-Επιτέλους σε βρήκα, Αραχήλ, γέλασε βραχνά ο Νεκραφέντης. Ψάχνω εσένα και το μπάσταρδο που έσωσες αρκετό καιρό. Σας βρήκα και τώρα θα έρθετε μαζί μου.
Η ανάσα του δαίμονα κόπηκε στο άκουσμα του ονόματός του.
Ο άγγελος δεν μίλησε, παρα έβγαλε το σπαθί του με τρομερό θυμό.
-Ώστε σκοπεύεις να αντισταθείς?, γρύλισε ο εχθρός. Το ξέρεις ότι είναι μάταιο. Θα σε δέσω όσο πιο σφιχτά μπορώ και θα σε κλειδώσω στο πιο σκοτεινό κελί που έχω, το έχω διαμορφώσει ειδικά για σένα. Και εκεί θα σε κρατήσω αιχμάλωτό μου για πάντα, γιατί, αν δεν το ξέρεις...
Ξεκαρδίστηκε στα γέλια, πριν συνεχίσει:
-Εγώ θα είμαι ο κύριός σου απο εδώ και πέρα! Και θα φροντίσω να τιθασευτείς και να με υπακούσεις.
Ο άγγελος έσφιξε πληγωμένος το σπαθ. Ο μικρός έβγαλε μια κραυγή αγωνίας, προδίδοντας την θέση του.
-Όσο για σένα, είπε ο νεκρός,κοιτάζοντάς το με μίσος, θα πεθάνεις με φριχτά βασανιστήρια, ενώ ο φίλος σου ο προδότης θα κοιτά απο το κελί του και θα κλαίει.
-Θα σου διαλύσω την ψυχή και θα την στείλω να θρηνεί σακατεμένη στα νεκροταφεία σου, ψιθύρισε λυσσασμένος ο Αραχήλ, αν τολμήσεις να απλώσεις τα χέρια σου πάνω του.
Η φωνή του...Σαν μελωδικό θρόισμα του θαλασσινού αέρα στα φυλλώματα των δέντρων, σαν ήχος καμπάνας που γεμίζει την καρδιά. Ο μικρός αφέθηκε στο απαλό της κύμα, πριν οι αλυσίδες τιναχτούν αιμοβόρες εναντίον του αγγέλου.
Ο Νεκραφέντης έγινε πελώριο φίδι,που επιτέθηκε μαζί με τα μέταλλα στο φτερωτό πολεμιστή. Το σπαθί τραγούδησε στα χέρια του, πληγώνοντας και σπάζοντας. Τα αγκάθια έσκισαν τα φτερά, μάτωσαν το λευκό κορμί, οι δαγκάνες έκλεισαν γύρω απο τους αστραγάλους του και πάλευαν να ακινητοποιήσουν τα χέρια που τις κατέστρεφαν. Το φίδι έψαχνε για τον λαιμό του, τυφλωμένο απο τα αλύπητα χτυπήματα. Ο δαίμονας κίνησε να τον βοηθήσει, αλλά η φωνή του φίλου του ακούστηκε ξανα, προστακτική:
-Μείνε πίσω! Κρύψου!
Υποχώρησε κλαίγοντας, φωνάζοντας για βοήθεια, μην αντέχοντας να τον βλέπει να ματώνει. Η μάχη έκανε το έδαφος να τρέμει και τον αέρα να σπάσει. Τα δυο πλάσματα μάχονταν με απύθμενο μίσος, ανυποχώρητα.
Ο Νεκραφέντης όμως είχε την αύρα του θανάτου και την οργή όλου του ουρανού, που αποδυνάμωναν τον άγγελο. Οι αλυσίδες δέθηκαν γύρω απο τους καρπούς του και τα φτερά του, τον γονάτισαν, έριξαν το όπλο μακριά. Και το φίδι άρπαξε τον λαιμό του και έχυσε το δηλητήριο στο κορμί του.
Το ουρλιαχτό απέραντου τρόμου του μικρού αντιλάλησε ως τα πέρατα της γης. Κατέρρευσε τρελαμένο, όταν είδε τον φίλο του να πνίγεται κάτω απο την πίεση των δοντιών. Ούρλιαξε το όνομά του τραβώντας τα μαλλιά του.
Το φίδι τον άφησε και οι αλυσίδες μπήκαν ανενόχλητες στην σάρκα του, ακινητοποιώντας τον ολοκληρωτικά. Ο άγγελος έκλεισε τα μάτια λαχανιασμένος, δακρυσμένος. Όταν τα άνοιξε, γύρισε στο μικρούλι και του χαμογέλασε με αγάπη, διατάζοντάς το να τρέξει μακριά και να μην μένει εκεί, κοκαλωμένο.
Το φίδι κινήθηκε εναντίον του δαίμονα, που σηκώθηκε εξαγριωμένος, έτοιμος να το αντιμετωπίσει και να ελευθερώσει αυτόν που αγαπούσε.
Και τότε ο Αραχήλ φώναξε , έντρομος στην προοπτική του θανάτου του μικρού και το κορμί του έγινε φωτιά, φλόγες πύρινες σαν το αίμα που έτρεχε απο τις πληγές του. Οι αλυσίδες τσίριξαν και το φίδι πήρε την μορφή του Νεκραφέντη, έκπληκτου μπροστά σε κάτι που δεν περίμενε. Η φωτιά θέριεψε απότομα, τους τύλιξε και του δύο, άρχισε να καταστρέφει τα σώματά τους.
Το μικρούλι προσπαθούσε να πλησιάσει την πύρινη σφαίρα, αλλά δεν μπορούσε. Είδε το πρόσωπο του Αραχήλ να μέσα απο το φλεγόμενο τοίχος να το κοιτά, ανακουφισμένος που πια ήταν ασφαλές, άκουσε τα ουρλιαχτά φριχτού πόνου του εχθρού.

Και τότε, Αρχάγγελος και Νεκραφέντης εξαφανίστηκαν, αφήνοντας μόνο στάχτη πάνω στο χώμα.

Για τρεις ημέρες ο δαίμονας κάθισε σε εκείνο το σημείο, κλαίγοντας και ουρλιάζοντας. Το ξημέρωμα της τέταρτης μέρας τον βρήκε εξαντλημένο και παγωμένο. Ηξερε ότι ο Αραχήλ δεν θα ξανα γυρνούσε: τώρα θα ήταν σκλάβος εκείνου του νεκρού, θα υπέφερε σε κάποιο υπόγειο μαυσωλείο. Κατέστρεψε το σώμα του για να μπορέσει να τραβήξει τον εχθρό μακριά, στα αρχέγονο σκοτάδι που πάνε οι ασώματες ψυχές πριν κριθούν, και έτσι να το σώσει.
Σηκώθηκε και ατένισε με θολά μάτια το πρωινό που ερχόταν. Στο χέρι του έσφιγγε έναν μικρό ασημένιο σταυρό, ένα απο τα δώρα του αγαπημένου του φίλου. Η καρδιά του ατσαλώθηκε και γέμισε δύναμη, μίσος και αποφασιστικότητα Δεν ήταν πια ο αδύναμος, τρομαγμένος μικρός: ήταν ένα άγριο πλάσμα, άφοβο και με πλήρη επίγνωση του εαυτού του.

-Θα σε βρω, ψιθύρισε στο παγωμένο χάραμα. Όσους αιώνες και να μου πάρει, θα σε βρω και θα σε ελευθερώσω. Σ' αγαπώ....

Και ξεκίνησε. Σε λίγο τα δέντρα τον έκρυψαν στην δροσερή σκιά τους.

5 σχόλια:

Stiliano είπε...

Καλησπέρα Μελισσούλα
φοβερό κείμενο. Δεν το ξέρω. Δικό σου μήπως;

Mariel είπε...

Μελισσούλα μου υπέροχο..
σου έχω μια προσκλησούλα στη τελευτάια μου ανάρτηση !!
όνειρα γεμμάτα μέλι και φρέσκα λουλουδάκια

Poet1 είπε...

Καλημερα,υπεροχο κειμενο ! Τωρα πια τον Ντοναλντ θα τον βρεις στο : thebestblogstories.wordpress.com .Ως Poet1.

Γιώργος_Κ είπε...

Υπέροχο παραμύθι, βγαλμένο απ' τη ζωή, όπως όλα τα παραμύθια. Σημασία δεν έχει το όμορφο ή το άσχημο φινάλε, αλλά ο Αρχάγγελος και η Αρχαγγελίνα! :)

Ιμμαήλ είπε...

Χαίρομαι που σας άρεσε!
το σαβ/κο έπεται η συνέχεια.
:)