Πέμπτη 29 Νοεμβρίου 2007

Μια δική μου ιστορία: Το δάκρυ

Ξημέρωμα σε μια μεγαλούπολη.

Η γυναίκα άνοιξε αδύναμα τα μάτια της για να κοιτάξει έξω απο το θολό τζάμι του νοσοκομείου. Η αυγή άπλωνε τα χρυσά της μαλλιά πάνω απο τις πολυκατοικίες και στους δρόμους της καταθλιπτικής πόλης άνθρωποι και αμάξια είχαν αρχίσει να τρέχουν αγχωμένοι.Στους διαδρόμους του νοσοκομείου επικρατούσε το απόλυτο χάος,καθώς ήταν εφημερεύον και πολλοί ήταν αυτοί που είχαν προσέλθει ζητώντας ανακούφιση στον πόνο τους.Το δωμάτιό της ήταν σε έναν απο τους πάνω ορόφους και όλο αυτό το βουητό μόλις που έφτανε στα αυτια της, πνιγμένο απο τους αποστειρωμένους τοίχους.Τα χέρια της έσφιξαν κουρασμένα τα πολυχρησιμοποιημένα σεντόνια. Ήταν μόνη της απο την αρχή,με μόνη συντροφιά τους ήχους των μηχανημάτων υποστήριξης. Είχε αντέξει καιρό σε αυτή την άθλια κατάσταση, αλλά δεν μπορούσε πια. Είχε κουραστεί και δεν έβρισκε κανένα κίνητρο για να συνεχίσει να παλεύει. Ένας οξύς πόνος στο στήθος της έκοψε την ανάσα και έκανε το κορμί να συσπαστεί φοβισμένο. Μερικά δευτερόλεπτα περάσανε και ο πόνος δεν υποχωρούσε. Ένιωσε υγρό να μπαίνει στον λαιμό της και να πνίγεται. Τα μηχανήματα άρχισαν να σφυρίζουν σαν δαιμονισμένα,κατ΄επείγον κάλεσμα βοήθειας.
Εκείνη την ώρα που οι αισθήσεις της χάνοταν, ήρθε στο μυαλό της η εικόνα ενός νέου άντρα, σε ένα πάρκο μια βροχερή μέρα, χρόνια πριν,τον καιρό που ήταν νεότερη και δυνατότερη. Το πρόσωπο του άντρα διακρίνοταν στην καταχνιά του πάρκου θλιμμένο, όμορφο σαν τα πρόσωπα των αγγέλων στις αγιογραφίες. Την καλούσε κοντά του απελπισμένος, μουσκεμένος απο την βροχή και άυπνος απο την αγωνία του. Εκείνη του είχε γυρίσει την πλάτη και είχε απομακρυνθεί με ψύχρα στην καρδιά, είχε φύγει με το αμάξι της για την δουλειά σαν να μην είχε γίνει τίποτα. Είχε κρατήσει όμως την εικόνα εκείνου του άντρα,που στεκόταν κάτω απο τα δέντρα τρέμοντας απο το κρύο,που είχε έρθει να την βρεί για να την παρακαλέσει να τα βρούνε και που την έβλεπε δακρυσμένος να φεύγει για πάντα μακριά του χωρίς να μπορεί να κάνει τίποτα.Στην θύμηση αυτού του προσώπου, τα μάτια της βουρκώσανε. Πολλές φορές είχε νιώσει την ανάγκη να πάει να τον βρεί, να τον κρατήσει στην αγκαλιά της τρυφερά, αλλά είχε σταματήσει απο περηφάνια και υπέρμετρο εγωισμό. Τόσα χρόνια έθαβε βαθιά κάθε ανάμνηση και γενικά κάθε συναίσθημα,αφοσιωμένη μόνο στην καριέρα της και εγκλωβισμένη σε ανόητες,κοινωνικές προκαταλήψεις. Τώρα όμως διαπίστωνε ότι τον αγαπούσε παράφορα, μόνο αυτόν όλη της την ζωή, και ότι τον ήθελε δίπλα της, στην ζωή της και στα όνειρά της, ότι της έλλειπε πιο πολύ απο κάθε άλλο.Τον είχε διώξει μακριά, όπως είχε κάνει με όλους τους ανθρώπους, χωρίς να αντιλαμβάνεται τότε ότι ξερίζωνε την ίδια της την καρδιά.

Ένα δάκρυ κύλησε απο τα μάτια της.

Χάιδεψε απαλά το χλωμό μάγουλο και,διατρέχοντας τα σεντόνια,έπεσε στο πάτωμα. Μια ρωγμή το κατάπιε και το οδήγησε στα σωθικά του γέρικου κτιρίου. Η σταγονίτσα συνέχισε να γλιστρά ανάμεσα στο τσιμέντο και την σκόνη, ώσπου έφτασε σε ένα σύστημα σωληνώσεων και απο εκεί στον δρόμο. Έμεινε για λίγο εκεί, ανάμεσα σε ρόδες που στρίγγλιζαν και παπούτσια που βιάζοταν,πριν σκαλώσει στην γούνα ενός μικρού σκύλου. Το ζωάκι πήγε με το αφεντικό του σε ένα πάρκο και εκει κυλήστηκε στο γρασίδι. Το δάκρυ έπεσε στο χώμα και και ενώθηκε με τα υπόγεια ρεύματα που οδηγούσαν στην λίμνη έξω απο την πόλη. Μετά απο λίγες μέρες το δάκρυ έφτασε σε αυτή την λίμνη και εκεί έμεινε για λίγες εβδομάδες, πριν εξατμιστεί και φτάσει στον ουρανό. Εκεί ψηλά ενώθηκε με τους υδρατμούς και έγιναν σύννεφο,που ο δυνατός αέρας παρέσυρε μακριά απο εκείνη την πόλη. Ταξίδεψε πάνω απο την χώρα, ώσπου έφτασε σε μια μικρή πόλη,αμέτρητα χιλιόμετρα μακριά. Και εκεί το δάκρυ έγινε βροχή και έπεσε.

Ο άντρας είχε μόλις καθήσει στο παγκάκι της παραλίας. Η μέρα του ήταν ιδιαίτερα κουραστική και είχε αναζητήσει την ηρεμία σε αυτή την απόμερη αμμουδιά. Όταν άκουσε την βροντή, σήκωσε το κεφάλι του ψηλά και τότε η σταγονίτσα έσταξε στα χείλη του.
Ξαφνιάστηκε. Είχε γευτεί πολλές φορές το νερό της βροχής, αλλά κάτι σε αυτή την σταγόνα ήταν διαφορετικό. Η γεύση που άφησε στο στόμα του δεν ηταν ψυχρή και ουδέτερη όπως αυτή του νερού, αλλά γλυκόπικρη σαν αυτή των αναμνήσεων. Η καρδιά του μούδιασε απότομα, σαν να την άγγιξε το τρυφερό χάδι ενός λατρεμένου ανθρώπου, και μύριες εικόνες και συναισθήματα ξυπνήσανε μέσα του.Θυμήθηκε εκείνη την κοπέλα που αγαπούσε και που είχε φύγει μακριά του,τοπικά και συναισθηματικά, βάζοντας πρώτη προτεραιότητα την δουλειά της και την άποψη του κόσμου-δεν χώραγε ένας απλός εργάτης στο πλευρό μια τόσο ανώτερης κοινωνικά και εργασιακά γυναίκας.Θυμήθηκε τα απογεύματα που περάσανε μαζί ευτυχισμένοι και τον αφόρητο πόνο του χωρισμού,το αβάσταχτο αίσθημα της απώλειας. Χαμογέλασε πικραμένος:ακόμα την αγαπούσε και την νοιάζοταν,και ας μην μπορούσε πια να μάθει νέα της.Αυτή την σκέψη την ψιθύρισε, με απέραντη λατρεία και πόνο.

Και ο ψίθυρος έγινε αεράκι απαλό,που ακολούθησε την ίδια διαδρομή με το δάκρυ και έφτασε μελαγχολικό στην γκρίζα πόλη και εκεί ακολούθησε τα ρεύματα,ώσπου έφτασε στον τάφο της και της έδωσε το χάδι που κρατούσε για εκείνη όλα αυτά τα χρόνια.

4 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Δεν έχω να σχολιάσω κάτι.Γιατι πολυ απλα είναι πολυ καλο... Την καλημερα μου μελισσουλα.

Ιμμαήλ είπε...

Καλησπέρα donald!Χαίρομαι που σου άρεσε η ιστορία μου!!!Καλό σαβ/κο να έχεις.

Ανώνυμος είπε...

Kαλησπέρα,καλό μηνα μελλισουλα.

ΒΑΣΙΛΗΣ ΜΠΟΤΣΙΟΣ είπε...

Πόσο όμορφο το κείμενο σου Ιμμαήλ. Με συγκίνησε ως ένα ωραίο ταξίδι. Το ταξίδι του δακρύου και του ψιθύρου...